Από την έκδοση της Καθημερινής " επτά ημέρες "
Λούτσοβος, παλιά ονομασία του χωριού ΚΟΚΚΙΝΟΣ, που βρίσκεται σε προνομιάκη θέση, έχοντας την λίμνη ΜΟΡΝΟΥ πραγματικά στα πόδια του. Ουσιαστικά τα πόδια του χωριού η εύφορος κοιλάδα του Μόρνου, σκεπάστηκε από τα νερά της τεχνητής λίμνης και ανάγκασε τους κατοίκους να φύγουν και να εγκατασταθούν σε άλλα μέρη κυρίως στην ΑΘΗΝΑ.
Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2017
Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2017
Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2017
ΤΟ FORUM ΣΤΕΡΕΆΣ ΕΛΛΆΔΟΣ ΓΙΑ ΠΡΏΤΗ ΦΟΡΆ ΣΤΗ ΦΩΚΊΔΑ, ΑΠΌ 31 ΜΑΡΤΊΟΥ ΜΈΧΡΙ ΚΑΙ 2 ΑΠΡΙΛΊΟΥ 2017
Το FORUM ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ θα διοργανωθεί για πρώτη φορά στο
Νομό Φωκίδος και συγκεκριμένα την Παρασκευή 31 Μαρτίου στην Ιτέα
και το Σάββατο 1 & την Κυριακή 2 Απριλίου στην Άμφισσα.
Πρόκειται για μια εκδήλωση με δυο μορφές επικοινωνίας την εκθεσιακή
και την συνεδριακή με πολλές συμμετοχές όχι μόνο απο την περιοχή
αλλά από όλη την χώρα.
Στην εκθεσιακή του μορφή εταιρίες, επιχειρήσεις ,φορείς και παραγωγοί
θα εκθέσουν υπηρεσίες, προϊόντα ενώ θα τους δοθεί η δυνατότητα επαφής
με επισκέπτες και επιχειρηματίες για την εξεύρεση πεδίων συνεργασίας.
Στη συνεδριακή του μορφή καταξιωμένα στελέχη της αγοράς θα
αναπτύξουν και παρουσιάσουν τις απόψεις και θέσεις τους για μια
σειρά ζητημάτων της τρέχουσας επικαιρότητας.
Το FORUM ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ έχει στόχο να αναδείξει και προβάλλει
την ευρύτερη περιοχή και να αναζητήσει λύσεις και προτάσεις που θα
μπορέσουν να την αναδείξουν και να αναπτυχθεί ακόμη περισσότερο.
Καινοτομία της τριήμερης εκδήλωσης είναι η παρουσία εκπροσώπων
από πρεσβείες ξένων χωρών με έντονο το ενδιαφέρον για επιχειρηματικές
συνεργασίες και εμπορικές συμφωνίες.
Η είσοδος για το κοινό είναι ελεύθερη.
Για πληροφορίες και δηλώσεις συμμετοχής επικοινωνήστε με το 6993000574
Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2017
Η γκλίτσα ήταν παλιότερα για τους κατοίκους του χωριού μας το απαραίτητο αξεσουάρ της καθημερινότητας τους. Οι περισσότεροι άνδρες έφεραν πάντα μαζί τους την γκλίτσα τους, ένα μαχαίρι και κάποια μέτρα σχοινί που τα χρησιμοποιούσαν κατά περίσταση .
Οι περισσότερο τσοπαναραίοι ήσαν και άριστοι τεχνίτες γκλίτσας. Θυμάμαι τον αείμνηστο Θανάση Λούτσοβο ( Ζεμπιρίνης ) που ήταν καλλιτέχνης και στην κατασκευή γκλίτσας και περίτεχνων τσιμπουκιών κυρίως από ξύλο ρίζας ρικιού.
Κ Μπερτσιάς
Ξυλόγλυπτες γκλίτσες, κείμενο που έχει αναρτηθεί στο tymfristos.blogspot.com
ΞΥΛΟΓΛΥΠΤΕΣ ΓΚΛΙΤΣΕΣ & ΛΑΪΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Του Τάκη Ευθυμίου
[Αγιωργίτες γκλιτσάδες & δείγματα των έργων τους]
Η λαϊκή ξυλογλυπτική συνδέεται με τις κορυφαίες δημιουργικές εκφράσεις της λαϊκής τέχνης στον τόπο μας. Επώνυμοι αλλά και ανώνυμοι, κυρίως, λαϊκοί τεχνίτες μας έδωσαν, σε θαυμάσια έργα, όλο το καλλιτεχνικό τους αυθορμητισμό, όλη την πηγαία δύναμη της ευαισθησίας τους και την ωριμότητα των στόχων τους. Δημιούργησαν σπουδαία λαϊκά έργα που κατορθώνουν να επιζήσουν στο πέρασμα του χρόνου.
Το ξύλο είναι υλικό φθαρτό και ευάλωτο σε αρκετούς εχθρούς, όπως τη φωτιά, το νερό και το σαράκι. Γι’ αυτό δεν έχουν σωθεί ως εμάς ξυλόγλυπτα αρχαία ή πολύ παλιά. Είναι όμως σίγουρο ότι η ξυλογλυπτική είναι πανάρχαια τέχνη. Έργα ξυλογλυπτικής σώζονται στην Ελλάδα από τον 16ο αι. Κυρίως όμως τον 18ο σημειώνεται η μεγάλη ανάπτυξη της ξυλογλυπτικής, που οφείλεται στις κοινωνικές ανακατατάξεις, στην πληθυσμιακή άνοδο, στην ευμάρεια και την οικοδομική δραστηριότητα.
Ο ξυλογλύπτης είναι ο καλλιτέχνης που σκαλίζει μορφές και σχέδια πάνω σε ξύλο, ζωγραφίζει τις παραστάσεις και τα επενδύει με πλαστικά ή μεταλλικά ενσφηνώματα.
Τα έργα της λαϊκής ξυλογλυπτικής διακρίνονται σε δυο κατηγορίες: στα εκκλησιαστικά (τέμπλα, άμβωνες, προσκυνητάρια, αναλόγια ψαλτών, παγκάρια κλπ.) και στα κοσμικά (έπιπλα, σκεύη, κουτάλες, γκλίτσες κλπ.).
Στο χωριό μας τον Άγιο Γεώργιο και παλιότερα στη γενέτειρα Ζιώψη οι ντόπιο ξυλογλύπτες ασχολήθηκαν με την κοσμική τέχνη. Εντυπωσιακά έργα ξυλογλυπτικής, όπως γκλίτσες, ρόκες, αδράχτια, σφοντύλια και βλοερά έχουν δημιουργήσει οι παρακάτω.
Οι αείμνηστοι: Αλεξίου Ιωάννης, Γόνης Ι. Βασίλειος, Ευθυμίου Π. Ευάγγελος, Υφαντής Κ. Γεώργιος και Κολοκύθας Γεώργιος.
Σήμερα με την ξυλογλυπτική και κυρίως με την κατασκευή σκαλιστών γκλιτσών ασχολούνται οι: Γόνης Β. Παναγιώτης, Γόνης Β. Ιωάννης, Ευθυμίου Δ. Ηλίας, Ευθυμίου Ι. Βασίλειος, Υφαντής Β. Γιάννης, Υφαντής Β. Δημήτριος, Παπαχρήστος Κ. Φώτης…
Ο Αγιωργίτης γκλιτσάς προκειμένου να κατασκευάσει τη γκλίτσα επέλεγε συνήθως δυο ειδών ξύλα, το κρανίσιο ή μελεγίσιο για ραβδί και το πουρναρίσιο ή φιλικίσιο ή σφενταμίσιο για την κεφαλή, στην οποία σκάλιζε κομψότατα αυτοσχέδια στολίδια.
Το κόψιμο των ξύλων γινόταν πάντα το χειμώνα, προτού ανέβουν οι χυμοί από τις ρίζες και στη συνέχεια τα ξέραιναν για να χάσουν τους χυμούς και να πραγματοποιηθεί έτσι το «σκότωμα» των ξύλων, ώστε να μη σκεβρώνουν με τον καιρό. Πρώτα τα στέγνωναν στον ίσκιο και στη συνέχεια στον ήλιο. Για να ισιώσουν τα ραβδιά τα καψάλιζαν στη φωτιά, γι’ αυτό μερικά διατηρούσαν την καψάλα.
Παλιότερα που ασχολούνταν συστηματικά με την κτηνοτροφία, κατασκεύαζαν δυο ειδών γκλίτσες, την τσοπάνικη και τη γεροντική. Η τσοπάνικη είχε μεγάλη κεφαλή, με μεγαλύτερη καμπούρα και μακρύ μπαστούνι. Συνήθως ήταν μονοκόματη, δηλαδή η γυριστή κεφαλή που ήταν συνήθως ασκάλιστη αποτελούσε προ-έκταση του μπαστουνιού και λύγιζε με το καψάλισμα. Η τσοπάνικη λέγεται αλλιώς λαγούσα, στροβολέγγα και στραφαγκούλα. Διευκόλυνε το βοσκό να συλλαμβάνει από μακριά το πισινό πόδι των γιδιπροβάτων και όταν επιτηρούσε τα ζωντανά του να στηρίζεται άνετα. Η γεροντική είναι μικρότερη, καλλιτεχνικότερη και χρησιμεύει για συντροφιά και αποκούμπι των ηλικιωμένων, καθώς και πρόχειρο όπλο για προφύλαξη από τα εξαγριωμένα αδέσποτα σκυλιά. Καμιά φορά με την γκλίτσα οι χωρικοί σκότωναν και τα ανεπιθύμητα ερπετά που συναντούσαν στη στράτα τους.
Η γκλίτσα ήταν, κατεξοχήν, έργο τέχνης του τσοπάνη που αλώνιζε τα βουνά με το κοπάδι του, έβρισκε το κατάλληλο ξύλο και είχε το χρόνο και τη διάθεση να το σκαλίσει με περίσσιο μεράκι και ιδιαίτερη τεχνική. Η γκλίτσα συχνά ήταν ένα αριστούργημα που αποκάλυπτε τη βαθύτερη ποιητική ιδιοσυγκρασία του κατασκευαστή της. Καημοί, λαχτάρες, ελπίδες και όνειρα έπαιρναν μορφή πάνω στο άψυχο ξύλο. Κάθε γκλιτσάς είχε τη δική του τεχνοτροπία και αρεσιά που τον χαρακτήριζε. Καμάρωνε όταν άκουε παινέματα για το έργο του.
Οι γκλίτσες στολίζονται με ποικίλα κεντίδια, όπως με ελιγμούς, σχηματοποιήσεις και απεικονίσεις φιδιών και δρακόντων, επειδή το φίδι θεωρείται λαϊκό σύμβολο ευτυχίας και προστασίας του σπιτιού και των ενοίκων του. Ακόμα στολίζονται με άφθονες αγιογραφικές, μυθικές, ιστορικές, φυτικές και ζωόμορφες παραστάσεις, με κυρίαρχα διακοσμήματα τον Αη-Γιώργη και τη γοργόνα. Για εργαλεία χρησιμοποιούν λεπτά μαχαιράκια, σουγιάδες και κοπίδια.
Οι σκαλιστές γκλίτσες των Αγιωργιτών γκλιτσάδων, αποτελούν αχώριστο σύντροφο για τους κατόχους τους και διατυμπανίζουν ταυτόχρονα τη μερακλίδικη τέχνη των κατασκευαστών τους.
Ακολουθεί δειγματική παρουσίαση έργων Αγιωργιτών ξυλογλυπτών.
ΓΚΛΙΤΣΕΣ ΤΟΥ ΑΛΕΞΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ
Ο Αλεξίου Ιωάννης που έζησε τα περισσότερα χρόνια του στη γενέτειρα Ζιώψη, είχε την ευκαιρία κοντά στα ζώα του που βοσκούσε να ασχοληθεί με την ξυλογλυπτική τέχνη πάνω στις γκλίτσες. Η τεχνοτροπία του ήταν σπάνια, αφού τις στόλιζε, πέρα από τα βαθιά ανάγλυφα και με χρωματιστά πλαστικοποιημένα ενσφηνώματα, προερχόμενα κυρίως από δόντια χτενιών. Οι παραστάσεις που σκάλιζε ήταν συνήθως φίδια και δράκοι, τα γνωστότερα φυλακτικά σύμβολα στη λαϊκή παράδοση.
ΓΚΛΙΤΣΕΣ ΤΟΥ ΓΟΝΗ Β. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ
Ο Παναγιώτης (Πάνος) Β. Γόνης, δασικός, είναι ένας καταπληκτικός ξυλογλύπτης με σπάνιο και πηγαίο ταλέντο που το αποτυπώνει πάνω σε σφενταμίσο, κυρίως, ξύλο, το οποίο αναζητεί μόνος του στα καλαβρυτινά δάση. Εκτός από αξιοζήλευτες γκλίτσες, σκαλίζει και θαυμάσιες ιστορικές, αγιογραφικές και κοσμικές, επιπεδόγλυφες και ολόσωμες προσωπογραφίες. Ο Παναγιώτης υπηρέτησε στο Δασαρχείο Καλαβρύτων απ’ όπου και συνταξιοδοτήθηκε. Το έργο του είναι γνωστό σε όλη την Αχαΐα, όπου ζει μόνιμα με την οικογένειά του.
Η περίπτωσή του χρήζει ιδιαίτερης προσοχής από την πολιτεία και ιδίως από τους αυτοδιοικητικούς του χωριού μας, επειδή είναι βέβαιο ότι τα έργα του θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν ανεκτίμητο υλικό, για ένα ιδιαίτερο Μουσείο Ξυλογλυπτικής. Ο ίδιος ίσως θα πρέπει να αξιοποιηθεί και ως δάσκαλος Ξυλογλυπτικής. Τέτοια αυτοδίδακτα ταλέντα που γιγαντώνουν τη λαϊκή μας τέχνη σπανίζουν και είναι κρίμα να περάσουν στην αφάνεια. Ένα λόγος που προβάλλεται αυτό το θέμα είναι να προκαλέσει προβληματισμό για τους λαϊκούς θησαυρούς που εγκαταλείπουμε αναξιοποίητους. Αυτές οι επαινετικές γραμμές σημειώνονται εν αγνοία του Παναγιώτη από τον γράφοντα και ελπίζω να με συγχωρέσει η σεμνότητά του. Αυτά πιστεύω, μελετώντας το ξυλογλυπτικό του έργο, αυτά έχω χρέος, ως απλός ερευνητής, να καταθέσω.
Ας απολαύσουμε, όμως μερικά έργα του αποτυπωμένα στις κεφαλές των γκλιτσών του που κατέχουν και μερικοί χωριανοί μας, καθώς και άλλα ξυλόγλυπτα έργα του.
ΓΚΛΙΤΣΕΣ ΤΟΥ ΓΟΝΗ Β. ΓΙΑΝΝΗ
Ο Γόνης Β. Γιάννης είναι αδερφός του Γόνη Παναγιώτη. Κατασκευάζει ξυλόγλυπτες γκλίτσες βαδίζοντας στα χνάρια του αδερφού του, τον οποίο συχνά συμβουλεύεται. Τα έργα του όμως χαρακτηρίζονται και από το προσωπικό του πηγαίο ταλέντο, που ξεδιπλώνει με τη φαντασία του πάνω στο άψυχο ξύλο, δίνοντάς του πνοή. Ας χαρούμε μερικές σκαλιστές γκλίτσες του που προθυμότατα μου παραχώρησε για φωτογράφιση το καλοκαίρι του 2011.
ΓΚΛΙΤΣΕΣ ΤΟΥ ΕΥΘΥΜΙΟΥ Π. ΒΑΓΓΕΛΗ
Ο Ευθυμίου Βαγγέλης πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην εξοχή και συγκεκριμένα στην «Πατλιά». Εκεί, είχε την πολυτέλεια να διαλέγει τα καταλλη-λότερα ξύλα και να κατασκευάζει πολλές γεροντικές γκλίτσες. Η κεφαλή άλλοτε έφερνε όμορφα σκαλίσματα και άλλοτε ήταν απλή, με ιδιαίτερη κλίση και μορφή κάθε φορά. Το ξύλο της κεφαλής ήταν από φιλίκι και το μπαστούνι από κρανιά.
ΓΚΛΙΤΣΕΣ ΤΟΥ ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΗΛΙΑ
Ο Ευθυμίου Δ. Ηλίας, ο οποίος μαθήτευσε και την ξυλουργική τέχνη, καταπιάστηκε και με την κατασκευή ιδιόρρυθμων γεροντικών γκλιτσών, δικιάς του έμπνευσης και τεχνοτροπίας. Πρόκειται για ματσούκια που τα ισιώνει με το καψάλισμα στη φωτιά και δημιουργεί αυτοσχέδιες κεφαλές-αγκούτσες. Μπορεί να μην είναι σκαλισμένες, έχουν όμως τη δικιά τους χάρη και είναι εύχρηστες. Ακολουθούν μερικές τέτοιες φωτογραφημένες γκλίτσες.
ΓΚΛΙΤΣΕΣ ΤΟΥ ΕΥΘΥΜΙΟΥ Ι. ΒΑΣΙΛΗ
Ο Ευθυμίου Ι. Βασίλης έχει δημιουργήσει, με το αστείρευτο ταλέντο και πηγαίο μεράκι του μια δικιά του σχολή και κατασκευάζει κυρίως μονοκόματες γκλίτσες με κεφαλές ζωόμορφες και πτηνόμορφες, στις οποίες δημιουργεί λεπτομέρειες με κάψιμο του ξύλου με ειδικό πυρογράφο και στη συνέχεια τις επιχρωματίζει. Κατασκευάζει ακόμα και γκλίτσες με χωριστές ξυλόγλυπτες κεφαλές με παραστάσεις ζώων και πτηνών, αφού ο ίδιος είναι λάτρης της φύσης και του κυνηγιού. Επιπλέον, δημιουργεί ολοσκάλιστα ξυλόγλυπτα θαυμάσια έργα, που φέρουν τη δικιά του μοναδική λαϊκή τεχνοτροπία.
της λίμνης Μόρνου η πανίδα.
Την περιοχή επισκέπτονται συχνά μεγάλα αρπακτικά πουλιά από τα γύρω βουνά, όπως χρυσαετοί, γερακίνες, φιδαετοί, σφηκιάρηδες, πετρίτες, ξεφτέρια, σαΐνια, χρυσογέρακα, βραχοκιρκίνεζα, μπούφοι, κουκουβάγιες και γκιώνηδες. Στα νερά της λίμνης ζούνε αλκυόνες, νανοβουτηχτάρια, σκουφοβουτηχτάρια, λευκοτσικνιάδες, σταχτοτσικνιάδες, φαλαρίδες, νερόκοτες, καστανοκέφαλοι γλάροι, πρασινοκέφαλες πάπιες, ψαλίδες, κ.ά. Τέλος στους γύρω λόφους και στα χωράφια ζούνε πετροπέρδικες, βραχοτσοπανάκοι, βλαχοτσίχλονα, σταρήθρες, δεντροσταρήθρες, μελισσοφάγοι, κούκοι, φάσσες, κιτρινοσουσουράδες, τριγώνια, τσίχλες, γερακότσιχλες, κοκκινοκεφαλάδες, αετομάχοι, μαυρολαίμηδες, σκαθράκια, λούγαρα, κ.ά.
Την περιοχή επισκέπτονται συχνά μεγάλα αρπακτικά πουλιά από τα γύρω βουνά, όπως χρυσαετοί, γερακίνες, φιδαετοί, σφηκιάρηδες, πετρίτες, ξεφτέρια, σαΐνια, χρυσογέρακα, βραχοκιρκίνεζα, μπούφοι, κουκουβάγιες και γκιώνηδες. Στα νερά της λίμνης ζούνε αλκυόνες, νανοβουτηχτάρια, σκουφοβουτηχτάρια, λευκοτσικνιάδες, σταχτοτσικνιάδες, φαλαρίδες, νερόκοτες, καστανοκέφαλοι γλάροι, πρασινοκέφαλες πάπιες, ψαλίδες, κ.ά. Τέλος στους γύρω λόφους και στα χωράφια ζούνε πετροπέρδικες, βραχοτσοπανάκοι, βλαχοτσίχλονα, σταρήθρες, δεντροσταρήθρες, μελισσοφάγοι, κούκοι, φάσσες, κιτρινοσουσουράδες, τριγώνια, τσίχλες, γερακότσιχλες, κοκκινοκεφαλάδες, αετομάχοι, μαυρολαίμηδες, σκαθράκια, λούγαρα, κ.ά.
Τα ερπετά και τα αμφίβια αντιπροσωπεύονται με είδη, όπως σαλαμάνδρες, βαλκανοβάτραχοι, δεντροβάτραχοι, πρασινόφρυνοι, κοινοί φρύνοι, σαμιαμίδια, μεσογειακές χελώνες, τρανόσαυρες, τυφλίτες, σαΐτες, λιμνόφιδα, νερόφιδα, σπιτόφιδα και οχιές. Σημαντική είναι η παρουσία στη περιοχή σπάνιων θηλαστικών. Γύρω από τη λίμνη ζούνε ακόμα τσακάλια και στους γύρω λόφους έχει διαπιστωθεί η περιστασιακή παρουσία λύκων και ζαρκαδιών. Στο ποταμό Μόρνο και στη λίμνη υπάρχουν βίδρες και ο κατάλογος συμπληρώνεται με είδη, όπως νυφίτσες, πετροκούναβα, αλεπούδες, ασβούς, σκίουρους, αγριογούρουνα, σκατζόχοιρους, λαγούς, κρικοποντικούς και σκαπτοποντικούς. Η ιχθυοπανίδα της λίμνης περιλαμβάνει χέλια (Anguilla anguilla), πελοποννησιακές μπριάνες (Barbus peloponnesius), στρωσίδια (Luciobarbus albanicus), ιονικές πέστροφες (Salmo farioides), αλλά και τον σπάνιο, ενδημικό της Δυτικής Ελλάδας, πελοποννησιακό ζουρνά (Valencia robertae).
Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2017
Παραδοσιακό κλαρίνο
Παραδοσιακό κλαρίνο
[Αφιερώνεται στα γνήσια παγκύρια των χωριών μας]
(της Αγγελικής Ταλαμάγκα)
Το κλαρίνο στη χώρα μας αποτελεί το κυριότερο μελωδικό όργανο στο λαϊκό μουσικό συγκρότημα που ονομάζεται κομπανία και αποτελείται από κλαρίνο, βιολί, λαούτο η κιθάρα και σαντούρι. Πρωτοεμφανίστηκε ως λαϊκό όργανο στα βόρεια μέρη της Ελλάδας πριν από περίπου 135 χρονιά στην Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία, πριν από 80-90 χρόνια στη Θεσσαλία τη Ρούμελη και το Μωριά, κι από γενιά σε γενικά κατέβηκε προς τα παράλια. Πριν από 60-70 χρόνια εμφανίζεται στη Στερεό Ελλάδα ενώ πριν από 40-45 περίπου χρόνια εμφανίζεται στην Αθήνα και σε μερικό νησιά του Αιγαίου. Στην Κρήτη η παρουσία του είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Ουσιαστικά δεν ανήκει στη μουσική οργανολογία του λαού μας.
Η ιστορία της εισόδου του στον ελληνικό χώρο είναι
πολυδιάστατη. Όπως αναφέρει η Δέσποινα Μαζαράκη
ήρθε με τους Τουρκόγυφτους από την Τουρκία και τα Βαλκάνια το 1835 και κατά τον Σταύρο Καράκαση και από την Ευρώπη μέσω των φιλαρμονικών της Επτανήσου. Στην κυρίως Ελλάδα εμφανίστηκε μέσω των τουρκικών στρατευμάτων κι αργότερα μέσω των ελληνικών μουσικών συγκροτημάτων (μπάντες). Ουσιαστικά ακολουθήθηκαν δύο δρόμοι:
1. Από τη Θεσσαλονίκη στη Δ. Μακεδονία προς τη Στερεά με κύριο αντιπρόσωπο το Γέρο-Μέτο.
2.Από την Ήπειρο με κύριο αντιπρόσωπο το Σουλεϊμάνη.
Στην αρχή χρησιμοποιούνταν το κλαρίνο σε Ντο με δύο κλειδιά αργότερα με τρία και ύστεραμε έξι, ώσπου γύρω στα 1810 πήρε την τελειωτική του μορφή, αυτή των 13 κλειδιών. ΟιΈλληνες κατασκευαστές ακολούθησαν την ίδια ιστορική εξέλιξη στην κατασκευή τουκλαρίνου με εκείνη του κλαρινέτου στη Δυτική Ευρώπη.
Αρχικά λοιπόν, έπαιζαν κλαρίνα με λίγα κλειδιά. Άλλα από αυτά ήταν ξενόφερτα κι άλλαελληνικής κατασκευής. Εγχώριας παραγωγής ήταν οι τζουράδες, όργανα 40-50 πόντων (με τοπολύ έξι κλειδιά), φτιαγμένα από πουρνάρια κι από έλατο. Οι τζουράδες εμφανίζονται αρχικόστη Σιάτιστα. Αποτελούσαν ουσιοστικά κλαρίνα κουαρτίνα σε μι μπεμόλ που χρησιμοποιούσανοι στρατιωτικές μπάντες. Βέβαια στην παραδοσιακή μουσική η χρήση τους ήταν πρακτικώςδύσκολη αφού τα βιολιά δεν μπορούσαν να κουρδίσουν τόσο ψηλά.
Στην Ήπειρο και στα περισσότερα μέρη χρησιμοποιούσαν κλαρίνα σε σι μπεμόλ. Οιπερισσότεροι όμως από τους παλιούς και σχεδόν όλοι οι Τουρκόγυφτοι είχαν χαμηλά κλαρίνα σελα μπεμόλ. Θεωρούμε ότι ήταν καλύτερα για τους τραγουδιστές. Στη Δυτική Μακεδονίαχρησιμοποιούν ακόμα κλαρίνα σε σι b.
Δεν έχουν περάσει 40 με 45 χρόνια που συνήθισαν οι λαϊκοί οργανοπαίκτες τα κλαρίνα σε ντο. Σύμφωνα με δύο παλιούς οργανοπαίκτες τον Αγαπητό και τον Σταμέλο: «Όταν το κλαρίνο είναι χαμηλό θα ‘ναι και το βιολί χαμηλό. Τότε δεν μιλάνε τα σαντούρια, δεν έχουν απόδοση»2. Οξύς ήχος του κλαρίνου σε ντο βοηθάει στο ν’ ακούγεται η μελωδία και να μη σκεπάζεται από το λαούτο και το σαντούρι όταν η κομπανία παίζει στο ύπαιθρο. Για τον πρακτικό οργανοπαίχτη τα «πιασίματα» είναι πιο προσιτά. Η μικρότερη αντίσταση στο φύσημα που παρουσιάζεται στο ορντινάριο κλαρίνο σε σχέση με το κλαρίνο Μπεμ βοηθά στο να ξεκουρντίζει ο πρακτικός με τη φύσα πιο εύκολα το ευρωπαϊκό του κούρντισμα και να προσαρμόζει τις φωνές της ελληνικής κλίμακας που Θέλει. Επίσης το κλαρίνο σε Ντο δεν έχει «δακτυλίδια» (ορισμένα κλειδιά) στις τρύπες που αντιστοιχούν στον δείχτη, τον μεσαίο και τον παράμεσο των δύο χεριών, έτσι ο πρακτικός είναι σε θέση να βγάλει και τις πιο λεπτές αποχρώσεις του τόνου σκεπάζοντας περισσότερο ή λιγότερο με το δάκτυλο του την κάθε τρύπα, ακριβώς όπως κάνει και στη φλογέρα ή στην καραμούζα.
Οι πρώτοι κλαριντζήδες μεταπήδησαν στο κλαρίνο από το ζουρνά ή την καραμούζα. Άλλοι πάλι από την φλογέρα έμαθαν πίπιζα και κατόπιν κλαρίνο. Τα περισσότερα κλαρίνα τα κατασκεύαζαν οι ίδιοι οι οργανοπαίχτες εξαιτίας της οικονομικής τους δυσχέρειας να αποκτήσουν όργανο εργοστασίου που στοίχιζε σχετικώς ακριβά και που ήταν δυσεύρετο στην ύπαιθρο, οπότε μιμούνταν τα πρότυπα των αυθεντικών κλαρίνων που είχαν οι τυχεροί.
Μεγάλη ώθηση στην ιστορική εξέλιξη του κλαρίνου έδωσε το Καφέ-Αμάν3. Στην ουσίακαταργείται ο ζουρνάς με τον πολύ οξύ ήχο. ο οποίος ήταν κατάλληλος για γλέντι στηνύπαιθρο. Έτσι το δίδυμο ζουρνάς - νταούλι αντικαθίσταται στα Καφέ-Αμάν από τηνκομπανία. Στο Καφέ-Αμάν ο κόσμος δεν χορεύει, ασχολείται κυρίως μ’ αυτό που θα δει ή θ’ ακούσει Οι κλαρινιντζήδες για να κρατούν ζωντανό το ενδιαφέρον του κοινού αναγκάζονταιπλέον να μελετήσουν.
Στόχος του καλού κλαριντζή είναι η επεξεργασία του δημοτικού μέλους, Χρησιμοποιείαφάνταστη ποικιλία σε μελωδικά και ρυθμικά στολίδια παράλληλα με εντυπωσιακή δακτυλικήδεξιοτεχνία. Το κλαρίνο εμφανίζεται στην ωρίμανση και την τελευταία λάμψη της δημοτικήςμας μουσικής. Ο πρακτικός στολίζει τους φθόγγους με όλο και περισσότερες «ξένες» νότες σεποικίλους ρυθμούς στο σημεία όπου αλλοιώνονται οι πραγματικές διαστάσεις της μελωδίας. Ορυθμικός σκελετός μεταμορφώνεται, και οι πραγματικοί φθόγγοι της μελωδίας συνθλίβονταικαι γίνονται αγνώριστοι με αποτέλεσμα να νοθεύεται ο χαρακτήρας του μέλους στο σύνολοτου.
Τα μελίσματα γίνονται κυρίως με τα δάκτυλα. Η δεξιοτεχνία που αναπτύσσουν οι πρακτικοί είναι εκπληκτική. Καμιά κίνηση δεν γίνεται άσκοπα. Η κατάκτηση βέβαια της δεξιοτεχνίας δεν έγινε από τη μια μέρα στην άλλη. Η εξέλιξη ήρθε σιγά-σιγά από γενιά σε γενιά. Ένας χαρακτηριστικός όρος της δεξιοτεχνίας των κλαριντζήδων είναι το τρανσπόρτο. Σημαίνει να‘χει ο οργανοπαίχτης την ευχέρεια στη χρήση όλων των κλειδιών του οργάνου.
Υπάρχει διαφορά στον τρόπο παιξίματος του οργάνου. Υπάρχουν πρακτικοί που τονίζουν το ρυθμικό στοιχείο και
άλλοι που τονίζουν το μελωδικό. Όσον αφορά στο ρυθμικό στοιχείο: υπάρχει μία συγκεκριμένη τεχνική που ονομάζεται ατάκα. Η ατάκα είναι ουσιαστικά χτύπημα της γλώσσας για τον τονισμό του ρυθμού. Σχεδόν κάθε μουσικός φθόγγος συνοδεύεται από την ανάλογη ατάκα. Πολλές φορές οι πρακτικοί κάνουν κι ένα σχετικό σφίξιμο στα χείλη. Έτσι ανεβάζουν ή κατεβάζουν το τονικό ύψος του κάθε φθόγγου και τον τοποθετούν εκεί που τον θέλουν. Μ’ αυτόν τον τρόπον ο ήχος γίνεται πιο έντονος, πιο τραχύς, πιο δυνατός, πιο κατάλληλος για ν’ ακουστεί στον ανοιχτό χώρο της υπαίθρου.Μερικοί κάνοντας μία έντονη ατάκα κι ένα βαθμιαίο σφίξιμο στο κάτω χείλος, που συνοδεύεται με ανάλογο παραμόρφωμα στο φύσημά τους, πετυχαίνουν και βγάζουν εκείνα τα περίεργα βουητά που δίνουν κέφι και διασκεδάζουν τους χορευτές.
άλλοι που τονίζουν το μελωδικό. Όσον αφορά στο ρυθμικό στοιχείο: υπάρχει μία συγκεκριμένη τεχνική που ονομάζεται ατάκα. Η ατάκα είναι ουσιαστικά χτύπημα της γλώσσας για τον τονισμό του ρυθμού. Σχεδόν κάθε μουσικός φθόγγος συνοδεύεται από την ανάλογη ατάκα. Πολλές φορές οι πρακτικοί κάνουν κι ένα σχετικό σφίξιμο στα χείλη. Έτσι ανεβάζουν ή κατεβάζουν το τονικό ύψος του κάθε φθόγγου και τον τοποθετούν εκεί που τον θέλουν. Μ’ αυτόν τον τρόπον ο ήχος γίνεται πιο έντονος, πιο τραχύς, πιο δυνατός, πιο κατάλληλος για ν’ ακουστεί στον ανοιχτό χώρο της υπαίθρου.Μερικοί κάνοντας μία έντονη ατάκα κι ένα βαθμιαίο σφίξιμο στο κάτω χείλος, που συνοδεύεται με ανάλογο παραμόρφωμα στο φύσημά τους, πετυχαίνουν και βγάζουν εκείνα τα περίεργα βουητά που δίνουν κέφι και διασκεδάζουν τους χορευτές.
Όσον αφορά τώρα στον μελωδικό τρόπο παιξίματος: βέβαιαεδώ δεν χρησιμοποιούν ατάκα ή ακόμα κι εκεί που είναιυποχρεωμένοι να κάνουν ατάκα γίνεται τόσο απαλή που δύσκολα διακρίνεται. Την έντασηστο παίξιμο τη δίνουν με εσωτερικό τρόπο. Ο τονισμός της μελωδίας γίνεται με μελωδικότρόπο (τρίλλιες, τσακίσματα κ.λπ.). Κάνοντας ένα ανεπαίσθητο τρεμούλιασμα στην αναπνοήτους δίνουν έναν εσωτερικό παλμό στον ήχο τους. Αυτό είναι ένα απ’ τα κύριαχαρακτηριστικά των κλαριντζήδων από την Ήπειρο. Επίσης, όταν θέλουν να περάσουν από τημια νότα στην άλλη περνάν διαδοχικά απ’ όλες, και τις μικρότερες ακόμα μελωδικέςενδιάμεσες υποδιαιρεθείς του ήχου. Τα μελωδικά γλιστρήματα (γκλισάντα) δεν έχουν σχέση μετο βούισμα που κάνουν οι κλαριντζήδες που δίνουν έμφαση στο ρυθμικό στοιχείο. Σ’ εκείνους είναι απλά ένα παιχνίδι στον ίδιο φθόγγο. Εδώ είναι ολόκληρη νοοτροπία παιξίματος.
Οι πρακτικοί οργανοπαίχτες τις φράσεις τους δεν τις δίνουν με ανοίγματα ή σβησίματα του ήχου. Τις δίνουν με μελωδικά στολίδια που τα συνδυάζουν και τα προσθέτουν οι ίδιοι στη δοσμένη μελωδία των τραγουδιών. Όταν πρέπει η μελωδία ν’ ακουστεί δυνατά την παίρνουν μία οκτάβα ψηλότερα και το αντίστροφο. Οι πρακτικοί μαθαίνοντας να παίζουν κλαρίνο σκοπεύουν και προσπαθούν ν’ αποδώσουν το σκοπό, τη μελωδία. Το κλαρίνο αυτό καθ’ εαυτό ωςόργανο δεν τους ενδιαφέρει. «Πρώτα είναι το τραγούδι και μετά έρχεται το παίξιμο»4, λένε
χαρακτηριστικά. Για τους πρακτικούς η μελωδία είναι ο γνώμονας που θα τους δείξει το δρόμο. Κι αυτό τους ενδιαφέρει και μόνο: ο δρόμος. Την τεχνική τη μαθαίνουν μέσα από τα κομμάτια που παίζουν και μαθαίνουν τόση όσο χρειάζονται για να μπορούν να τα εκτελέσουν.
χαρακτηριστικά. Για τους πρακτικούς η μελωδία είναι ο γνώμονας που θα τους δείξει το δρόμο. Κι αυτό τους ενδιαφέρει και μόνο: ο δρόμος. Την τεχνική τη μαθαίνουν μέσα από τα κομμάτια που παίζουν και μαθαίνουν τόση όσο χρειάζονται για να μπορούν να τα εκτελέσουν.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Τζουράς: τούρκικη λέξη που σημαίνει «μικρός». Οι Τούρκοι έτσι ονομάζουν κάθε μικρό όργανο που βγάζει ψηλή φωνή.
2. Από το βιβλίο της Δέσποινας Μαζαράκη Το Λαϊκό Κλαρίνο.
3.Καφέ-Αμάν: καφενείο που έχει πάλκο για μουσική και χορευτικά νούμερα. Οι μουσικοί έπαιζαν τραγούδια αλά τούρκο (γύφτικα) και οι γυναίκες χόρευαν. Προπολεμικά υπήρχαν στην Αθήνα, στις περισσότερες επαρχιακές πόλεις αλλά και στα μεγάλα και πιο εξελιγμένα χωριά. Η μουσική βεβαίως ήταν πιο απαλή και ο ήχος των οργάνων εξευγενισμένος σε σχέση με τον τρόπο παιξίματος στα πανηγύρια της υπαίθρου. Το παίξιμο στα Καφέ-Αμάν έπρεπε να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον ενός κοινού που απλώς παρακολουθούσε και δεν συμμετείχε πλέον ενεργά στα μουσικά τεκτενόμενα. Στα Καφέ-Αμάν πολλά παραδοσιακά κομμάτια προσαρμόστηκαν στις καινούργιες απαιτήσεις του τόπου και του χρόνου.
4. Από το βιβλίο του Φοίβου Ανωγειανάκη Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Φοίβος Ανωγειανάκης: Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα.
2. Δέσποινα Μαζαράκη: Το Λαϊκό Κλαρίνο.
3. Σταύρος Καράκασης: Ελληνικά Μουσικά Όργανα, Αρχαία - Βυζαντινά - Σύγχρονα.
Πηγή: «ΤΕΤΡΑΜΗΝΑ»
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)