Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2017


Το blog Φθιωτικός Τυμφρηστός  το Σεπτέμβριο του 2015 είχε  ενα εξαίρετο αφιέρωμα στον 

Α. Παντελή Βαρδουσιώτη, τον φωτογράφο από την κάτω Μουσουνίτσα , που με τον φακό του έχει καταγράψει την ιστορία του τόπου μας.

Δυο άλλοι  φωτογράφοι της περιοχής μας με σπουδαίο έργο ήσαν ο Σ Γιαλαμάς και ο Ν Πανουργιάς για τους οποίους έχει γράψει ο Κ Καψάλης στο Λιδωρικι .


Κ Μπερτσιάς 


Απόστολος Παντέλης φωτογράφος

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΝΤΕΛΗΣ
Ο «Βαρδουσιώτης» Φωτογράφος-Λογοτέχνης
[Του Γιάννη Σαντάρμη-Ποιητή]
Κοπάδι από τραγιά στα Βαρδούσια 1960
Εργοτάξιο χωριανών του Ψηλού Χωριού Ιούλιος 1956
Ο Αποστόλης Παντέλης γεννήθηκε στην Κάτω Μουσουνίτσα της Φωκίδας το 1917 και πέθανε στις 7-9-2003 στην Αθήνα. Ήταν υψηλόσωμος άνδρας, αρρενωπός. Υπηρέτησε, ως κληρωτός, τη στρατιωτική του θητεία στο 420 Σύνταγμα Ευζώνων Λαμίας με το βαθμό του υποδεκανέα. Τελειώνοντας το στρατιωτικό, αυτοστρατολογήθηκε, κατά τα τέλη του Νοεμβρίου 1942, και κατατάχθηκε στα  στρατιωτικά τμήματα της αντιστασιακής οργάνωσης του καπετάνιου Ναπολέοντα   Ζέρβα, ετών 25 τότε, με το ψευδώνυμο Βαρδουσιώτης και υπηρέτησε έως τις 12 Φεβρουαρίου 1945, ως έφεδρος ανθυπολοχαγός, έχοντας, ως διοικητής πυροβόλων, 30 άνδρες στις διαταγές του. Πολέμησε γενναία τους εισβολείς Γερμανούς και Ιταλούς στα βουνά της Ηπείρου, της Αιτωλοακαρνανίας και των Αγράφων. Για την πολεμική του γενναιότητα του απονεμήθηκαν 2 πολεμικοί σταυροί και 1 χρυσό αριστείο ανδρείας.
     Στη συνέχεια, επιστρατεύθηκε και υπηρέτησε την πατρίδα 17 ακόμα μήνες στο 11οΣύνταγμα Τεθωρακισμένων, στην Κηφισιά.

Ενθύμιο από το σκληρό, αλλά όμορφο αγώνα για την ελευθερία της πατρίδας μας στην Εθνική Αντίσταση. 
Νοέμβριος 1942-Φεβρουάριος 1945. Διμοιρίτης πολυβόλων Ανθυπολοχαγός έφεδρος στο 2ο Τάγμα Γενικού 
Αρχηγείου Σ.Ο.Ε.Α. του Στρατηγού Ζέρβα
Αποστόλης Παντέλης
Ύστερα, έκανε πολλά επαγγέλματα βιοποριστικά, αλλ’ εκείνο που τον καθιέρωσε και τον κατέστησε πανελλήνια γνωστό, ιδιαίτερα όμως στην ευρύτερη Ρούμελη, ήταν το επάγγελμα του φωτογράφου. Χωρίς να ειδικευθεί στην τέχνη της φωτογράφισης, ήταν προικισμένος για τη δουλειά αυτή. Ήξερε τι έπρεπε να κλείσει και τι όχι σε μία φωτογραφία, για να θέλγει. Ό,τι και να φωτογράφισε, μιλά με μία βουβή, αλλά βροντερή, γλώσσα. Φωτογράφισε και τη σύγχρονη ζωή, αλλά κυρίως μας άφησε χρυσή κληρονομιά την παλιά ζωή που έζησε στο χωριό του, την Κάτω Μουσουνίτσα, και στον πλατύτερο γεωγραφικό χώρο, κάνοντας. τη δουλειά του φωτογράφου. Είχε οίστρο μέσα του, γι'αυτό αποθανάτισε τόσο παραστατικά την παραδοσιακή ζωή. Γάμους παλιούς, συμπεθερικά να περνούν καβάλα στ' άλογά τους, βαφτίσια, πανηγύρια, νυχτέρια, ξεφλουδίσματα στις αυλές, θερίσματα στα χωράφια - εκείνο τ' αλώνισμα απ' τον αλωνιστή Κώστα Τσαπάρα με τα έξι άλογα, ψηλά στο Μαυρολιθάρι της Φωκίδας, αλήθεια, τι πανοραμικό πράμα είναι, μιλάει η φωτογραφία, κατακάθαρη, με φόντο τα Βαρδούσια κι ας βγήκε το 1960. 
Παραδοσιακό αλώνισμα 1960 στα Βαρδούσια. Αλωνίζει ο Κώστας Τσαπάρας
    Πόσες και πόσες φωτογραφίες δεν έχει για γεγονότα κοινωνικά, για πρόσωπα ανθρώπων, για ζώα, για δένδρα, για βρύσες, για γεφύρια, για ό,τι φαντασθεί κανείς που να είναι παραδoσιακό. Οι φωτογραφίες του που αναφέρονται σε γεγονότα κάνουν τις στιγμές να υπάρχουν και μέσ’ απ’ τη στατικότητά τους αισθανόμαστε ότι ο χρόνος είναι υπαρκτός. Διoρατικός  voυς, γι’ αυτό, σαν καλή μέλισσα, μας κατέλειπε στην φωτογραφική του κυψέλη πλούσιο μέλι. 
    Τ’ όνομά του, σαν καλού φωτογράφου, έγινε από στόμα σε στόμα πασίγνωστο. Πολλοί επιφανείς άνθρωποι των γραμμάτων προτιμούσαν αυτόν για κάποια εκδούλευση φωτογράφισης. Μου είπε κάποτε ο Παντέλης πως ο μακαρίτης Σεραφείμ Τσιτσάς, ο άλλοτε δασάρχης της Ρούμελης και λογοτέχνης, αυτόν κάλεσε για μία φωτογράφιση κι ύστερα, διαπιστώνοντας την καλή δουλειά του, όπου ο δασάρχης πήγαινε με τους συνεργάτες του έπαιρνε και τον Παντέλη μαζί του, για να φωτογραφίζει, τον οποίον, εκτός από τη φωτογράφιση, του πλήρωναν και τα έξοδα διατροφής και διαμονής. Πολλοί, λοιπόν, Ρουμελιώτες έτρεχαν στο σπίτι του στο Λόφο Αξιωματικών, στο Περιστέρι της Αθήνας, κι έβρισκαν παραδοσιακέ; φωτογραφίες που ήθελαν. Το απέριττο ατελιέ του ήταν πηγή φωτογραφικού πλούτου. Χρέωνε τις φωτογραφίες στο κόστος, σχεδόν τις χάριζε. 
Τα Βαρδούσια το Μάη. Έχουν ακόμα χιόνια
    Οι φωτογραφίες του κοσμούν βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες, σπίτια και γραφεία. 
   Είχε τόση φλόγα μέσα του για τη δουλειά του που κάποτε, όταν, λόγω σύνταξης, έκλεισε το μαγαζάκι του, κόντεψε να σκάσει απ' τη στενοχώρια του.  Το κράτησε µερικές µέρες κλεισµένο, αλλά το ξανάνοιξε, µόνο και µόνο να το βλέπει και να το χαίρεται και να είναι παράλληλα εκθετήριο παραδοσιακής φωτογραφίας για το κοινό. 
Γάμος στα Βαρδούσια 1960
Μεταφορά προικιών στα Βαρδούσια
    Δεν ήταν µόνον ικανός φωτογράφος ο Παντέλης, ήταν και καλός λογοτέχνης. Εγώ, µικρό παιδί, γυµνασιόπαιδας, τον έβλεπα µε τη φωτογραφική µηχανή, γιατί ζούσαµε στην ίδια γειτονιά. Δεν έτυχε όµως να γνωριστούµε. Τον γνώρισα αργά. Όταν πήγα µε τον Κώστα Μάρκο, τον εκπαιδευτικό, συγγραφέα και µουσικολόγο, απ’ το Κονιάκο της Φωκίδας, στο ατελιέ του και άκουσε τα’ όνοµά µου ότι είµαι ο Σαντάρµης που τα ποιήµατά µου διάβαζε, καταχάρηκε, θυµάµαι. Από τότε πήγαινα τακτικά στο σπίτι του. Μ' έτρωγε απ' το τηλέφωνο να τον επισκέπτοµαι πιο πολύ στο σπίτι του, να µου δείξει ετούτο, να µου δείξει τ' άλλο, να µου πει και να µου πει και να µου πει. Κι εγώ µεθούσα απ’ τη χαρά µου απ' όσα έβλεπα κι απ' όσα άκουγα. Πόσο ευγενικό ς ήταν απέναντί µου.
    Ευγενική και καλή κι η γυναίκα του, η Ευθυµία. Εκεί µου είπε ότι ασχολείται και µε το γράψιµο. Μου έδειξε κάποια κείµενα πεζά. Είδα πως στην πένα του είχε τη σφραγίδα της δωρεάς του ικανού λογοτέχνη. Κάτοχος λίγων γραµµάτων, εγώ 
εκπλησσόµουν διαπιστώνοντας πόσο καλά έγραφε. Ήξερε τι να γράψει και τι ν' αποσιωπήσει. Είδα πολλά διηγήµατά του. Στα γραπτά του δεν υπάρχει κενό και 
ασάφεια, είναι όλα σοφά δοµηµένα. Ό,τι έγραψε είναι γύρω σχεδόν απ' την παλιά 
ζωή της επαρχίας, την ποιµενική, τη γεωργική, την κοινωνική κι από τη φύση και τον κόσµο της. Του εξέφραζα τον ειλικρινή θαυµασµό µου για τα εναργή κείµενά του. 
Χαιρόταν. 
    -Έχεις µεράκι λογοτεχνικό µέσα σου, Αποστόλη, του είπα. 
    -Άχ, µου απάντησε, αργήσαµε να γνωριστούµε. Αν σε γνώριζα λίγο νωρίτερα, δε θα ήµουν ένας µεγάλος Παπαδιαµάντης, θα ’µουνα όµως ένας µικρός Παπαδιαµάντης! 
    Πολλά κείµενά του, που ελάχιστα τα ευπρέπισα, δηµοσιεύθηκαν στα περιοδικά Στερεά Ελλάδα και στις Φωκικές Σελίδες. Χαιρόταν που έβλεπε τη συγγραφή του δηµοσιευµένη. 
    Ήταν νοσταλγός του χωριού του κι έκανε σαν µικρό παιδί, όταν έφθανε το καλοκαίρι, να πάει να παραθερίσει στα βαρδουσιώτικα χώµατα. Επέστρεφε στην 
άνοστη Αθήνα ξαναγεννηµένος. 
    Το ακόλουθο δεν το γνώριζα. Όταν πέθανε και ήδη ήταν δημοσιευμένο το παραπάνω κείμενο στις «Φωκικές Σελίδες», η μικρή προσωπογραφία, με πληροφόρησε η καλοτάτη γυναίκα του πως, μετά από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις για την πατρίδα, θα γινόταν ιερέας. Καθαρός άνθρωπος, αγνή ψυχή, για να έχει τέτοιο θείο ζήλο. Για τη σκέψη του ότι ήθελε να γίνει παπάς δεν μου το είπε. Πόσα πολλά άλλα μου είπε…
    Σαν κατακλείδα, αναφέρω ότι ήταν ένας άνθρωπος µε τρυφερή παιδική ψυχή, άδολος, ντροπαλός, έντιµος στο έπακρο, συναισθηµατικός πολύ και πονόψυχος ακόµα και σ’ αυτά τα µυρµηγκάκια, 
    Τον ευχαριστούµε πολύ για το φωτογραφικό του κληροδότηµα. 
 

ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΠΑΝΤΕΛΗΣ
Στη µνήµη του Αποστόλη Παντέλη (Βαρδουσιώτη).

Ω νοσταλγέ της όµορφης κι απλοϊκής ζωής,
                                    πια οι καιροί σου πέρασαν και η ζωή σου εδιάβη, 
                                    ο ανασασµός σου έσβησε, σαν φύσηµα πνοής, 
                                    τέλειωσε το ταξίδι του του βίου σου το καράβι. 
                                    Μες στης ζωής τη θάλασσα, µε το καράβι αυτό, 
                                    που τάχα δε σιργιάνισες και που δεν πήγες τάχα, 
                                    µα ένα δροµάκι σ' άρεθε, δροµάκι ζηλευτό, 
                                    αυτό στ' αγαπηµένο σου χωριό που πάει µονάχα . 
.                                    Τον εαυτό σου εύρισκες εκεί τον παιδικό, 
                                     των Βαρδουσιών χαιρόσουνα τ' άγρια τα κορφοβούνια, 
                                     µα πιο πολύ αναγάλλιασµα στα στήθια είχες γλυκό 
                                     όταν βελάσµατα άκουγες κι αχούς από κουδούνια. 
                                    Για την πατρίδα σου άδραξες, για τη γλυκιά σου γη, 
                                    σαν κλέφτης, µες στ' αντρίκιο σου το χέρι το τουφέκι, 
                                    παλικαρίσια χίµαγες µε λιονταρίσια οργή 
                                    µες στου πολέµου τη φωτιά και µες στ' αστροπελέκι.
                                    Αθώα ψυχή! Την όµορφη που έζησες ζωή 
                                    να την αφήσεις, σκέφτηκες, να τη θωρούνε κι οι άλλοι, 
                                    φακό στο χέρι άρπαξε ς και κίναες το πρωί 
                                    κι ως τη νυχτιά κουβάλαγες σοδειά πολύ µεγάλη. 
                                    Με το φακό σταµάτησες τους παλιακούς καιρούς, 
                                    κοπάδια φωτογράφισες µε τους τσοπαναραίους 
                                    και γάµους ρουµελιώτικους και νύφες και γαµπρούς 
                                    να ροβολάν απόκοντα µε τους συµπεθεραίους. 
                                    Νύχτες φεγγαροπλούµιστες και νύχτες απαλές, 
                                    νύχτες που οι κωλοφωτιές φωτίζουν οι φωτίστρες, 
                                    νυχτέρια, ξεφλουδίσµατα στις σπιτικέ ς αυλές 
                                    και κορασιές που τραγουδάν σαν βρύσες κελαηδήστρες. 
                                    Βόιδια να οργώνουν, θεριστές στο θέρο τον ξανθό, 
                                    αλώνια όπου οι αλωνιστές µε τ' άλογα αλωνίζουν, 
                                    βουνά µε χιόνια και βουνά µε ροδαµίσιο ανθό, 
                                    γιοφύρια τοξοκάµωτα, πηγές που γαργαρίζουν. 
                                    Πόσα ακόµα δεν άφησες, αµέτρητα πολλά, 
                                    ω έναν κόσµον άφησες, τον κόσµο το δικό σου 
                                    και έβαλες τη βούλα σου σ' αυτά να µας µιλά, 
                                    για κάτι που λαµποκοπά σαν στάλαµα λες δρόσου. 

Παρατηρήσεις
1. Όλες οι φωτογραφίες του Αποστόλη Παντέλη που δημοσιεύονται παραπάνω είναι πρωτότυπες και δωρήθηκαν από τον ίδιο στο Γιάννη Σαντάρμη και στον Γιάννη Μάκκα που ευγενικά μάς τις παραχώρησαν.
2.Οι λεζάντες είναι αυθεντικές, γραμμένες από το χέρι του φωτογράφου.  
3.Μετά το θάνατό του οι περισσότερες φωτογραφίες έμειναν στα αζήτητα και δυστυχώς παραμερίστηκαν και χάθηκαν.
4.Το παρόν αφιέρωμα στο Βαρδουσιώτη φωτογράφο Αποστόλη Παντέλη είναι το μοναδικό που αναρτήθηκε στο διαδίκτυο.
5.Ευχαριστούμε τους αγαπητούς φίλους  Γιάννη Σαντάρμη και Γιάννη Μάκκα για τη συνεργασία ώστε να δημιουργηθεί αυτό το άρθρο.

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου