Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

 
Αυθεντικά βουνίσια χάνια PDFΕκτύπωσηE-mail
Κυριακή, 23 Οκτώβριος 2016 23:32

 %IMAGEALT%

 

Κείμενο: Ηλέκτρα Φατούρου 
Φωτογραφίες: Ηρακλής Μήλας

Αλλα μετρούν δύο, τρεις, μέχρι και έξι γενιές. Τα χάνια της Ορεινής Ναυπακτίας, σήμερα στέκια κυνηγών (και μετά οδοιπόρων), μέχρι το 1950 έπαιζαν ουσιαστικό ρόλο στις μετακινήσεις της περιοχής.

                                                                                   Στο «Χάνι Ρέρεσης» της Κας Νίτσας, τα καζάνια μοσχομυρίζουν καθημερινά, ακόμα και τις αργίες

Ανοιχτά κάθε μέρα, όλη μέρα -«ακόμα και την ημέρα του Πάσχα και τα Χριστούγεννα είμαστε ανοιχτά», λέει η κυρία Νίτσα Ρέρεση στο ομώνυμο χάνι-, χάριζαν πολυπόθητη τροφή και καταφύγιο σε κτηνοτρόφους, αγωγιάτες, διαβάτες και καραβάνια. Σε ανθρώπους και ζώα.

Οταν δεν υπήρχαν οι «αμαξωτοί». Οταν οι πολύωρες (σήμερα) διαδρομές, έπαιρναν ολόκληρες μέρες. Οταν τα δύσβατα φαράγγια και οι κορφές -προπαντός τον χειμώνα-, ήταν ταλαιπωρία. Κάπως έτσι έμειναν πίσω όσα έμειναν.

Οπως το Χάνι Λιόλιου στο πέρασμα απ' τον Πλάτανο στα χωριά της Ευηνόλιμνης (που αν και άλλαξε ιδιοκτήτη) που μετρά 6 γενεές. Ή το Χάνι Μπανιά (στον τερματισμό της πίστας ράφτινγκ του Ευήνου, στο ύψος της ομώνυμης γέφυρας) που αναδείχτηκε ως τοποθεσία με την «έκρηξη» του εναλλακτικού τουρισμού.


%IMAGEALT%

Τα νοικοκυρεμένα τραπέζια αναμένουν τους κυνηγούς. Ιδού και τα λάφυρα!

Και βέβαια αυτό της κυρίας Νίτσας στον παλιό δρόμο Ναυπακτίας-Λαμίας, πριν από τη 2η γέφυρα του Μόρνου, με το χωριάτικο φαγητό, τις πίτες, τα κυνήγια και τα λουκάνικα. Με τα αμυγδαλωτά και τους μπακλαβάδες. Με το χαμόγελο και τη φιλοξενία που «διδάσκεται» από γενιά σε γενιά. Καιρό έχεις να δεις τέτοια μεταχείριση. Ούτε στο σπίτι σου δεν νιώθεις τόσο βασιλιάς!

πηγή:www.thetravelbook.


Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2016

Ομοσπονδία Συλλόγων Β.Δ. Δωρίδας


Αρχαιοκάπηλοι στην Αρτοτίνα

Posted: 20 Oct 2016 07:00 PM PDT


Αγία Μαρίνα
Διαβάσαμε στο τελευταίο φύλο της Αρτοτίνας (α.φ. 127) πως τον τελευταίο καιρό πραγματοποιούνται από αρχαιοκάπηλους συστηματικές λαθρανασκαφές σε σημεία που είναι γνωστό ότι  υπάρχουν αρχαία.  Συγκεκριμένα μετά τις λαθρανασκαφές που έγιναν στο ξωκλήσι Αγία Μαρίνα στα Καλύβια Αρτοτίνας, έλαβε σειρά ο πέριξ χώρος του αρχαίου μακεδονικού τάφου, της γνωστής σε όλους ΓΟΝΟΚΛΗΣΙΑΣ, που βρίσκεται στη θέση Καλογερικό. Το γεγονός περιήλθε σε γνώση του Συλλόγου σε προσωπική επαφή του Προέδρου κ. Ιωάννη Κούρλη με τον αντίστοιχο Πρόεδρο του Πολιτιστικού Συλλόγου της Γραμμένης Οξυάς κ. Κανέλλο Βασίλειο.

Στη συνέχεια και σε συνεννόηση και συνεργασία με τον Πρόεδρο του Συλλόγου Γραμμένης Οξυάς, ενημερώθηκε τηλεφωνικά η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Φωκίδος κ. Ψάλτη και κατόπιν υποδείξεώς της αρχαιοφυλάκου Λιδωρικίου κ. Πέτσα, προκειμένου η τελευταία να διενεργήσει αυτοψία.
Η αυτοψία πραγματοποιήθηκε στις 9-9-2016 από την κ. Πέτσα παρουσία του Προέδρου του Συλλόγου κ. Κούρλη και κατά την οποία διαπιστώθηκε η λαθρανασκαφή και η σύληση-καταστροφή των αρχαίων μνημείων, όπως φαίνεται και στις παρατιθέμενες φωτογραφίες.
Γονοκλησιά


Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2016

Εντοπίσαμε στην εφημερίδα "κυνηγητικές ειδήσεις" του 2006 το πιο κάτω !!!

"Όπως φαίνεται ούτε η “βελτίωση βιοτόπων” ούτε ο Σώνης από το Λούτσοβο δεν μας σώζει!!! Στις δύο φωτό βλέπουμε τα ίδια μέρη στην ... περιοχές των χωριών και το εντατικό κυνήγι τους έχουν συμβάλει στη μείωσή τους ."

Ποιος είναι αυτός ο Σώνης ; ξέρει κανείς ;

Όπως μάθαμε από το Γιώργο τον Κρανιά ο Σώνης ήταν ο Θανάσης Λούτσοβος πεθερός του Μητσάκη (Κολοκύθας) που πέθανε στην κατοχή .
Τώρα πως βγήκε η φράση ;;

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

2000

2000 παλιές ρεκλάμες χωριανών μας
Το δεύτερο (1962)  Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου 
"Ενώση  Κοκκινιωτών Δωρίδος"

1962
Μπερτσιάς Δημήτριος του Κωνσταντίνου.............. Πρόεδρος
Λουτσοβος Νικόλαος.   ......................................... Γ Γραμματέας
Κοράκης Πέτρος ................................................... Μέλος
Κοράκης Γεώργιος .................................................Μέλος
Καραπλής Ζαχαρίας.................................................Μέλος
Αδαμόπουλος Χρήστος ............................................Μέλος
Καραδήμας Λεωνίδας ...............................................Μέλος
Καραπλής Αριστείδης................................................Μέλος
Μπερτσιάς Δημήτριος του Κωστή..............................Μέλος

Το πρώτο (1961) Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου 
"Ενώση  Κοκκινιωτών Δωρίδος"

1961 
Μπερτσιάς Δημήτριος του Κωνσταντίνου.............. Πρόεδρος
Κοράκης Δημήτριος του Πέτρου............................ Γ Γραμματέας
Κοράκης Πέτρος ................................................... Μέλος
Κοράκης Γεώργιος ..................................................Μέλος
Καραπλής Ζαχαρίας.................................................Μέλος
Λούτσοβος Νικόλαος................................................Μέλος
Αδαμόπουλος Χρήστος ............................................Μέλος
Καραδήμας Γεώργιος................................................Μέλος
Καραπλής Αριστείδης................................................Μέλος
Μπερτσιάς Δημήτριος του Κωστή..............................Μέλος


2011 πάνω γειτονιά 

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Ομοσπονδία Συλλόγων Β.Δ. Δωρίδας


ΔΩΡΙΣ, η πρώτη εφημερίδα της Δωρίδας

Posted: 15 Oct 2016 07:00 PM PDT

Ήταν πρωτοχρονιά του 1905 όταν κυκλοφόρησε η πρώτη Δωρική εφημερίδα με το τίτλο ΔΩΡΙΣ και μικρό σχήμα (20cm x 25cm). Ο χαρακτήρας της σύμφωνα με την πρωμετοπίδα της "ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΙΔΗΣΕΩΝ, ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΗ ΔΙΣ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ ΚΑΙ ΕΚΤΑΚΤΩΣ". Πράγματι στα επόμενα (τετρασέλιδα) φύλα που σώθηκαν φαίνεται να διατηρεί την κανονικότητά της (1ο) 01-1-1905, (2ο) 15-1-1905, (3ο) 1-2-1905, (4ο) 8-2-1905 , (5ο) 16-2-1905 και (6ο) 1-3-1905. Το πιστεύω του εκδότη που βρισκόταν σε ένα ωραίο πλαίσιο κάτω από τον τίτλο ανλέφερε: "Αι πόλεις άριστα οικούνται εάν οι μεν πολίται τοις άρχουσι πείθωνται, οι δε άρχοντες τοις Νόμοις". Η τιμή για τους συνδρομητές ανερχόταν σε δύο (2) δρχ. το χρόνο ενώ η τιμή εκάστου φύλλου ήταν 5 λεπτά.

Η απήχηση της εφημερίδας σε Δωριείς της Αθήνας, του Πειραιά και του Λαυρίου, υπήρξε πραγματικά μεγάλη  και έτσι στο 2ο φύλλο ευχαριστεί τους αναγνώστες για την υποδοχή του πρώτου φύλλου. Τα προβλήματα που απασχόλησαν την εφημερίδα στα πρώτα φύλλα της ήταν η εκπαίδευση, οι συγκοινωνίες, η δημόσια ασφάλεια που σχολιάζονταν εμπεριστατωμένα προτείνοντας και λύσεις.

Δημιουργός αυτής της προσπάθειας ήταν ένας ανύσηχος Πενταγιώτης, ο Θανάσης Παπατσούρης που με πείσμα και σκληρή δουλειά κατάφερε να πραγματοποιήσει το όνειρο που είχε για την ΔΩΡΙΣ. Γεννημένος το 1886 στην Πενταγιού, ήταν γιος του  Αριστείδη Παπατσούρη και  εγγονός του αγωνιστή του ’21 Θανάση Παπατζούρη. Κυνηγώντας την τύχη του βρέθηκε, στην Αθήνα όπου γράφτηκε στην Εμπορική και Βιομηχανική Σχολή που την τελείωσε αριστούχος το 1906. Εκείνη τη χρονιά με την συμβολή του ιδρύθηκε και η Δωρική Αδελφότητα. Δούλεψε επίσης στο τότε Πρακτορείο Εφημερίδων, στην εφημερίδα "Πατρίς" για να καταλήξει το 1908  στην Αίγυπτο, υπάλληλος στην Τράπεζα Ανατολής. Ένα χρόνο μετά το ανύσηχό του μυαλό τον φέρνει στην Αμερική να δημιουργεί την εμπορική εταιρία LEVANT AMERIKAN COMMERCIAL Co, την οποία διύθυνε μέχρι το 1970, στα ογδονταπέντε του δηλαδή χρόνια.
Ο Θ. Παπατσούρης δεν υπήρξε μόνο λάτρης της Δωρίδας και του επιχειρείν αλλά  ήταν και ένας σπουδαίος αθλητής. Διακρίθηκε στις λεμβοδρομίες και στην Ελληνορωμαϊκή πάλη όπου μάλιστα υπήρξε και πανελληνιονίκης. Προς τιμήν του μάλιστα οι Πενταγιώτες έχουν δώσει το όνομά του στις αθλητικές τους εγκαταστάσεις, ενώ τον έχουν ανακυρήξει και Μέγα Ευεργέτη γιατί με τις δωρεές του βοήθησε να γίνουν πολλά έργα στο χωριό του.
Σύμφωνα με μία ανέκδοτη διήγηση του Πενταγιώτη δικηγόρου Ξενοφόντα Τσώρη, ο Παπατσούρης επισκέφθηκε σε μεγάλη ηλικία το Ζαχαροπλαστείο  του  Νικ.  Νασιοπούλου,  στην οδό  Υμηττού  82,  Παγκράτι. Αποχωρώντας κατά τις 10 μ.μ.  για  την  οικία  του,  προσπάθησε  να  διέλθει  ανάμεσα  σε παρκαρισμένα  αυτοκίνητα προκειμένου να πάρει ταξί. Εκείνη την ώρα ένας οδηγός παρκαρισμένου ξεκινούσε χωρίς να τον έχει δει με αποτέλεσμα να αρχίσει να βρίζει: «παλιόγερε δεν αντιλήφθηκες ότι φεύγω και αν δεν σε έβλεπα θα σου έκοβα τα πόδια; Σέβομαι τα 70 σου χρόνια» για να λάβει την αποστομωτική απάντηση του γέροντα: «έχε χάρη που είμαι 94, εάν ήμουν 70 όπως λες, θα σε κανόνιζα».


Τέλος άλλα εκδοτικά του εγχειρήματα υπήρξαν η μηνιαία εμπορική επιθεώρηση που πρόβαλε την δραστηριότητα της εταιρείας του το διάστημα 1918 – 1921, καθώς και το βδομαδιάτικο Αθηναϊκό περιοδικό "Εικονογραφημένος Παρνασσός" που γινόταν ανάρπαστο μεταξύ άλλων και για την αθλητική του στήλη "Ατλαντίδα".

Βασισμένο στο άρθρο του  Κώστα Καψάλη: "Η ΠΡΩΤΗ ΔΩΡΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ"

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2016

Από τους Μυρμιδόνες στην Πενταγιώτισσα

Posted: 12 Oct 2016 07:00 PM PDT

από το blog Desmologies (κείμενο Mάκης Πασσίσης)



Η φράση του Σόλωνος «Γηράσκω δ’ αεί πολλά διδασκόμενος» στριφογυρίζει πάντα στο νου μου, κάθε φορά που κάτι καινούργιο έρχεται να προστεθεί στις πεπερασμένες γνώσεις μου, για να επιβεβαιώσει με τον πλέον πανηγυρικό και σαρκαστικό τρόπο το σωκρατικό «Εν οίδα, ότι ουδέν οίδα»!

 .

Λοιπόν, μόλις πρόσφατα αντιλήφθηκα πως το χωριό «Χρυσό» (Αμφίσσης), που αναφέρεται στο γνωστό δημοτικό τραγούδι «Μαρία Πενταγιώτισσα»[1], δεν ορθογραφείται έτσι, αλλά (από το 1984 και δώθε) γράφεται… «Χρισσό», μιας και (πολύ σωστά) θεωρήθηκε ότι το όνομά του σχετίζεται με την ομηρική πόλη «Κρίσα», που βρισκόταν στην ίδια περίπου θέση από τον 14ο π.Χ. αιώνα. Η Κρίσα, αιώνες αργότερα, απόκτησε  ένα ακόμα σίγμα και έγινε «Κρίσσα» ( > Κρισσό > Χρισσό) λόγω της εσφαλμένης μεταφοράς του ονόματός της στην ελληνική από το λατινικό «Chrisso» που αναφερόταν σε παλιούς χάρτες. Ωστόσο, παραδεχόμενος την άγνοιά μου, ομολογώ πως αν διάβαζα σε κάποια διασταύρωση της επαρχίας Δωρίδας πινακίδα αναγράφουσα «Προς Χρισσό», μάλλον θα λοιδωρούσα τον άγνωστο γραφέα για καλπάζουσα ανορθογραφία, κάτι που δεν είναι βέβαια τόσο ασυνήθιστο αφού η σήμανση του οδικού δικτύου στην ελληνική επικράτεια βρίθει βαρβαρισμών.

 .

Εύλογα θα μπορούσατε να αναρωτηθείτε τί δουλειά είχα και πώς έφθασα στο Χρισσό Αμφίσσης – στους πρόποδες του Παρνασού – και γιατί από εκεί ανέβηκα στα Βαρδούσια, στην Πενταγιού, το χωριό της πολυτραγουδισμένης Μαρίας Πενταγιώτισσας! Μην ταράζεστε! Από κεκτημένη περιηγητική έφεση, πάντως, όχι! Για… τεχνικούς και άλλους λόγους, θα έλεγα που είμαι το ακριβώς αντίθετο του… Παυσανία. Έφθασα στο Χρισσό όχι μέσω της Πενταγιώτισσας, που θα ήταν παρεμπιπτόντως… ωραίος λόγος, αλλά μέσω της υπό εκπόνηση «Παραμυθολογίας»[2] και των μυθολογικών ατραπών που ανακάλυπτα ακολουθώντας τους ήρωές της και αναζητώντας το συναρπαστικό παρελθόν τους.

 .

Στη Φωκίδα έφθασα ακολουθώντας τα ίχνη των υιών του Φώκου, Κρίσου και Πανοπέως. Εστί δε Φώκος ο μικρότερος γιός του Αιακού (βασιλιά της Αίγινας) από τη δεύτερη γυναίκα του, τη Νηρηίδα Ψαμάθη. Κατά τη δημοφιλέστερη μυθολογική εκδοχή, ο Φώκος – ιδιαίτερα αγαπημένος του πατέρα του και εξαιρετικά δημοφιλής μεταξύ των Αιγινητών – «πήγε» από… δισκοπάθεια, ήτοι τελεύτησε εν γυμναστηρίω από ένα δίσκο  που τον βρήκε κατακέφαλα, σε μια προπόνηση δισκοβολίας που έκανε μαζί με τα ετεροθαλή αδέρφια του, Πηλέα και Τελαμώνα. Οι κακές γλώσσες έλεγαν πως τα δυό του αδέρφια, παιδιά του Αιακού από την πρώτη του γυναίκα, την Ενδηίδα, ζήλευαν τον Φώκο και πως ο φερόμενος σαν ατύχημα θάνατος ήταν έγκλημα εκ προμελέτης. Ο Αιακός δεν είχε άλλη επιλογή από το να εξορίσει και τους δύο. Ο μεν Τελαμών βολεύτηκε παραδίπλα στη Σαλαμίνα, ο δε Πηλεύς, παίρνοντας μαζί του ένα τσούρμο από Μυρμιδόνες (και τον Γκλιτσομυρμιδόνα Μαλέα) επορεύθη προς την εριβώλακα[3] Φθίαν. Κάμποσα χρόνια αργότερα, προς την ίδια κατεύθυνση, αλλά λίγο δυτικότερα και γύρω από τον Παρνασό, κατευθύνθηκαν και εγκαταστάθηκαν μαζί με αποίκους από την Αίγινα τα δύο παιδιά του Φώκου, Κρίσος και Πανοπεύς, ιδρύοντας τις ομώνυμες πόλεις Κρίσα και Πανοπέα.

 .

Η Κρίσα εξελίχθηκε σε σπουδαίο κέντρο και αναφέρεται από τον Όμηρο μεταξύ των φωκικών πόλεων που έλαβαν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο. Κατά τον Κ. Παπαρρηγόπουλο, στην επικράτειά της συμπεριλάμβανε τους Δελφούς, το Κρισαίο Πεδίον (Ελαιώνας της Άμφισσας) και την Κίρρα(σημερινή Ιτέα). Η μικρή απόστασή της από τους Δελφούς, μόλις 7 χλμ., την κατέστησε… χρυσοφόρο, χιλιάδες χρόνια πριν γίνει… Χρυσό, αφού οι Κρισαίοι – επιβάλλοντας… παράβολα και  χαράτσια – μαδούσαν κυριολεκτικά όσους  πιστούς αποβιβάζονταν στο λιμάνι της Κίρρας και κατευθύνονταν προς το ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Το ιερατείο των Δελφών κατέβαζε… καντήλια και τρίποδες για την… ανίερη αυτή απώλεια εσόδων και όταν ο κόμπος έφτασε στο χτένι, η Δελφική Αμφικτυονία κήρυξε πόλεμο κατά της Κρίσας. Ο καβγάς για το πάπλωμα, που έμεινε στην ιστορία σαν πρώτος Ιερός Πόλεμος (600 π.Χ.), κράτησε δέκα χρόνια και είχε ως αποτέλεσμα την ολοσχερή καταστροφή της Κρίσας. Ακολούθησαν άλλοι τρείς Ιεροί Πόλεμοι[4] μεταξύ των Αμφικτυόνων και των Φωκέων, για τον έλεγχο του μαντείου των Δελφών (και της… μάσας), που κατέληξαν στην καταστροφή της Άμφισσας από τον Φίλιππο Β’.

 .

Η Ιστορία ξαναθυμήθηκε την Κρίσα δεκαοκτώ αιώνες μετά την καταστροφή της, τον 12 αι. μ.Χ., με το όνομα Χρισσό, ένα κεφαλοχώρι με ακμάζουσα οικονομία κτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης. Το σημερινό Χρισσό είναι ένα παραδοσιακό και αυστηρά διατηρητέο χωριό με πολλά αναπαλαιωμένα σπίτια και αρκετά νεοκλασσικά κτήρια, ένδειξη παλαιότερης ευημερίας των κατοίκων από τα προϊόντα της ελιάς. Στη νεώτερη Ελλάδα το Χρισσό δεν έγινε γνωστό λόγω του χρυσού παρελθόντος του, αλλά λόγω του δημοτικού τραγουδιού που εξυμνεί τα κάλλη της Μαρίας της Πενταγιώτισσας, της θρυλικής και μοιραίας καλλονής από τους Πενταγιούς[5] Δωρίδος, ένα μικρό χωριό που απέχει 80 χλμ. από την Άμφισσα και βρίσκεται σε μια βουνοπλαγιά κάτω από το Ξεροβούνι και αγναντεύει ανατολικά τις βουνοκορφές των Βαρδουσίων.

 .

Έχοντας ακούσει το τραγούδι αμέτρητες φορές, ήμουν βέβαιος – με την ακράδαντη βεβαιότητα που προσδίδει η… άγνοια – ότι οι στίχοι «… και στης Μαρίας την ποδιά σφάζονται παλληκάρια» ήταν μια υπερβολή της λαϊκής μούσας, προκειμένου να καταδείξει τους ερωτικούς ανταγωνισμούς που προκαλούσε στα παλληκάρια της Πενταγιούς η ομορφιά της Μαρίας. Όμως, για δεύτερη φορά επλανήθην πλάνην οικτράν, διότι αναδιφώντας τον… «φάκελο» της Πενταγιώτισσας, έπεσα από τα… Βαρδούσια όταν ανακάλυψα πως τα παλληκάρια δεν σφάζονταν στην ποδιά της Μαρίας «ποιητική αδεία», αλλά κυριολεκτικά και μάλιστα «ηθική αυτουργία» της λεγάμενης, που – κατά τα θρυλούμενα – ήταν γυναίκα τύπου… Ωραίας Ελένης με τσόντα από… Μήδεια και αέρα από Φρύνη! Συμπορευόμενος με τον μύθο και δανειζόμενος επίθετα από τον Όμηρο και την κλασική γραμματεία, επιστρατεύω τα παρακάτω επίθετα για την περιγραφή της περιλάλητης ωραιότητας της πολυπόθητης Πενταγιώτισσας:

    καλλιπάρειος: ομορφοπρόσωπη
    καλλίκομος: ομορφομαλλούσα
    γλαυκώπις: γαλανομάτα
    ελικώπις: που ρίχνει τσαχπίνικες ματιές
    καλλιβλέφαρος: που έχει ωραία βλέφαρα
    λευκώλενος: ασπροχέρα
    καλλίμαστος: που έχει ωραίο στήθος
    καλλίγλουτος: που έχει ωραίους γλουτούς
    καλλίπυγος: που έχει ωραία οπίσθια
    καλλίμηρος: που έχει ωραίους μηρούς
    καλλίσφυρος: που έχει ωραία πόδια
    καλλίγραμμος κλπ., κλπ.

 .

Εάν παρέλειψα κάποιο ανατομικό σημείο της ερατώπιδος Μαρίας, συμπαθάτε με! Βάλτε από μόνοι σας ένα «καλλι-» σαν πρόθημα και το κατάλληλο ουσιαστικό στον κοτσαδόρο του και συμπληρώστε – δίκην ασκήσεως – την περιγραφή του εξωτερικού κάλλους τής Πενταγιώτισσας, φανερού τε και αποκρύφου. Αναφορικά με τον εσωτερικό της κόσμο, όπως αυτός αποτυπώθηκε στη συμπεριφορά και στα έργα της, αντλώντας επίθετα… φθόρου[6] σημαντικά από το ανεξάντλητο φρέαρ της ελληνικής γλώσσας, θα μπορούσα να της προσάψω, σύμφωνα με την εικόνα που σχημάτισα για την υψηλότητά της, κάποιο από τα εξής επίθετα, μεμονωμένα ή σε… πλεξούδα: πάνδεινος, πάμφρικτος, ριγεδανή[7], έλανδρος[8], ολεθροτόκος, λυμαντηρία (καταστρεπτική) κλπ. Εν ολίγοις… χέσε μέσα! Εάν συνδυάσετε την ωραιότητα της… παρθενίας της με το ζωηρόν της ιδιοσυγκρασίας της, το αλλόκοτο του χαρακτήρα της και την ελευθεριότητα τής συμπεριφοράς της, μπορείτε να εικάσετε το «γιατί» και το «πώς» οι κάτοικοι της Πενταγιούς έγιναν από… πέντε χωριά χωριάτες με τα καμώματα της Μαρίας.

 .

Αφού είχατε την αντοχή να διαβάσετε το κείμενο μέχρις εδώ, κάντε λίγη υπομονή ακόμα για να μάθετε – όσοι έχετε την περιέργεια – μερικά στοιχεία για το βίο και την πολιτεία της Μαρίας της Πενταγιώτισσας που ενέπνευσε όχι μόνο τη λαϊκή μούσα, αλλά και λογοτέχνες, όπως ο Κωστής Παλαμάς, ο Παύλος Νιρβάνας, ο Δημήτρης Καμπούρογλου και ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, ενώ γυρίστηκαν γι’ αυτήν ταινίες και γράφτηκαν θεατρικά έργα.

 .

Η Μαρία Πενταγιώτισσα (1821-1885), κατά την πιθανότερη εκδοχή, λεγόταν  Δασκαλοπούλου και ήταν από μια αρκετά ευκατάστατη οικογένεια της Πενταγιούς. Είχε δυο μεγαλύτερα αδέρφια, το Θανάση και την Ελένη. Η ομορφιά της ήταν εμφανής από τα πρώιμα χρόνια της, αλλά όταν μέστωσε έγινε κολάσιμος πειρασμός για όλους τους… γαμπρίζοντες αλέκτορες της Πενταγιούς, γεγονός που η δεσποσύνη της φαινόταν να το απολαμβάνει ιδιαίτερα. Βρισκόταν στο απόγειο τής σπαργής της, όταν οι γονείς της – ο ένας αμέσως μετά τον άλλον – απεδήμησαν εις Κύριον, η δε αδελφή της Ελένη μετώκησε – ως νύφη – στη Βοϊτσά (σημερινή Ελατόβρυση[9]) της Ναυπακτίας. Με τον αδερφό της Θανάση ολημερίς στα κτήματα και χωρίς κανένα δικό της να της σφίγγει τα λουριά, η ανυπότακτη και ζωηρή Μαρία περιέπεσε εν… πολλαίς αμαρτίες, τουλάχιστον για τα δεδομένα της εποχής και της Πενταγιούς.

 .

Η σχέση της Μαρίας με τον συγχωριανό της Μήτσο Τουρκάκη, λεβεντονιό και περιζήτητο γαμπρό των Βαρδουσίων, δεν άργησε να γίνει γνωστή. Η Τασούλα, εξαδέλφη της Μαρίας, που κιαλάριζε τον Μήτσο για λογαριασμό της, κάρφωσε τα μαντάτα στον εν αγροίς κοπιάζοντα Θανάση που δεν είχε πάρει μυρουδιά περί των τεκταινομένων μεταξύ της αδελφής του και του καλύτερου φίλου του. Φυσικώ τω λόγω, έγινε… Τούρκος και παρά την πίεση που άσκησε στην αδερφή του, αυτή συνέχιζε απτόητη το βιολί της. Κάποια μέρα, προσποιούμενος ότι θα απουσιάσει, παραφύλαξε στο πατρικό μέλαθρο, ένθα ελάμβανον χώραν τα «φιλοτήσια έργα[10]», και έπιασε στα πράσα το «άνομο» ζεύγος. Με τον πέλεκυ ανά χείρας, ο τιμωρός Αθανάσιος επιχείρησε, ανεπιτυχώς, να «καθαρίσει» τον ατιμάσαντα την τιμή του Δασκαλοπουλέικου φίλο του, γιατί η… Τουρκόφιλος Μαρία προέταξε τα… στήθη της και έσωσε τον εκλεκτό της, ενώ η ίδια «κέρδισε» σαν παράσημα  μερικές ξώφαλτσες τσεκουριές. Η παρέμβαση των γειτόνων, που άκουσαν τις φωνές της Μαρίας, απέτρεψε το φονικό. Έκτοτε η Μαρία, δίκην Σαλώμης, ζητούσε φορτικώς από τον Τουρκάκη την κεφαλή του αδελφού της επί πίνακι, κάτι που δεν άργησε να γίνει. Στη γιορτή της Αναλήψεως, όπου οι τσοπαναραίοι συνήθιζαν να καλούν στις στάνες τους για γλέντι όσους από τους συντοπίτες τους δεν είχαν σαν κύρια ασχολία την κτηνοτροφία, ο Θανάσης καλέστηκε από δύο γνωστούς του – συνεργάτες του Τουρκάκη – σε μια στάνη πάνω στο Ξεροβούνι. Όταν ο Θανάσης μετά το φαγοπότι ξάπλωσε κι αποκοιμήθηκε, ο Τουρκάκης και η παρέα του με τσεκούρια και μαχαίρια «απάλλαξαν» τον αδερφό της Πενταγιώτισσας από τις επίγειες σκοτούρες και τον έστειλαν να συνοδεύσει τον αναληφθέντα Κύριο στους ουρανούς. Αφαίρεσαν τα τσαπράζια[11] του, τον τύλιξαν σε μια φλοκάτη και τον πέταξαν στο παρακείμενο βάραθρο, το Κάρκαρο. Ούτε Λονδίνο ήταν η Πενταγιού, ούτε ο Σέρλοκ Χομς χρειαζόταν για να αποκαλυφθεί το έγκλημα και οι ένοχοι. Η Μαρία και ο φίλος της ο Μήτσος, από τον φρέσκο αέρα των Βαρδουσίων κατέληξαν στο «φρέσκο» της Λαμίας. Αλλά και εκεί, ως λέγεται, έγινε της… Μαρίας το κάγκελο! Η «καγκελάριος» Μαρία σαγήνευσε και τον δεσμοφύλακά της, τάζοντάς του ηδονάς τε και γάμους, σε βαθμό που ο μυαλοφυγόδικος χωροφύλαξ – κάνοντας όνειρα πενταγιώτικης νυκτός – ξεπάστρεψε τη γυναίκα του και το παιδί του, για να καταστεί… αδέσμευτος, ενώ συνήργησε και στην απόδραση του Μήτσου, ώστε να μην τον έχει στα πόδια του.

 .

Η Πενταγιώτισσα οδηγήθηκε στο Κακουργοδικείο Μεσολογγίου, όπου κι εκεί κατάφερε και πάλι ν’ αφήσει τη σφραγίδα της. Με την ομορφάδα της σαγήνεψε τους Μεσολογγίτες ενόρκους, χωρίς καν ο δικηγόρος της να χρειαστεί να μιμηθεί τον Υπερείδη, που είχε ξεγυμνώσει τη Φρύνη, ενώπιον των δικαστών της αρχαίας Αθήνας, τραβώντας το πέπλο της. Άλλωστε, κάτι τέτοιο – λόγω των ενδυματολογικών δεδομένων της εποχής – θα ήταν πρακτικά ανεφάρμοστο. Απλώς, οι «θελχθέντες» ένορκοι αθώωσαν την Πενταγιώτισσα λόγω… αμφιβολιών! Λέγονταν και άλλα πολλά τότε στην ψαραγορά και στα καφενεία, αλλά η ουσία είναι ή ίδια. Ο φυγόδικος Τουρκάκης καταδικάστηκε ερήμην και λίγα χρόνια αργότερα σκοτώθηκε σε κάποια συμπλοκή. Ο φέρελπις γαμπρός και δεσμοφύλαξ ξυλοφορτώθηκε από βαλτούς φίλους της Μαρίας και στάλθηκε πακέτο πίσω στη Λαμία. Η Μαρία, ελεύθερη και ωραία – χωρίς μνηστήρες, γαμπρούς και κηδεμόνες – ξαναγύρισε στην Πενταγιού όπου επιδόθηκε απερίσπαστη και άνευ αναστολών στο… φιλοτήσιον έργον της. Μάτσο, λοιπόν, οι εραστές της θρυλικής Μαρίας˙ γνωστοί, ξαδέρφια κι ύπανδροι μετείχαν της χορείας. Αν το ΄χε για… επάγγελμα θα ’ταν πηγή μονέδων, μα ήταν ρέκτις[12] έρωτος και μάλλον χωρίς πέδον! Στο τέλος και όταν πια δεν τη σήκωνε η ερωτικώς καθημαγμένη Πενταγιού, η Μαρία έκλεισε τον… ακρατόεντα βίον της και παντρεύτηκε τον μεγαλύτερό της Κωσταντίνο Αρμάο, χήρο με τέσσερα παιδιά, και μετώκησε στο γειτονικό Παλαιοκάτουνο[13] (νυν Κροκύλειο) ένθα και ετελεύτησεν ησύχως και εναρέτως περί το 1885, ταχθείσα εκ δεξιών της Μαγδαληνής και εξ ευωνύμων της… Μαρίας με τα κίτρινα.

 .

Πέραν αυτής της εκδοχής[14], που είναι μάλλον η αληθοφανέστερη, υπάρχουν και οι παραλλαγές που λένε ότι η Μαρία έκανε φυλακή για κάμποσα χρόνια και πως όταν βγήκε πήρε τα βουνά κι έκανε τη λησταρχίνα κλπ. Προσωπικώς, θα ήμουν ευεπίφορος στο να υιοθετήσω την παραλλαγή που θα έλεγε πως η Μαρία κατέληξε… βουλευτίνα στο ελληνικό Κοινοβούλιο και ότι απόθανεν προτάσσοντας τα στήθη της για την εκπλήρωση της Μεγάλης Ιδέας. Όμως, όποια και να ‘ταν η αλήθεια, οι περί την Πενταγιώτισσα μύθοι είχαν σαν κοινό παρανομαστή την απαστράπτουσα ομορφιά της, την ερωτόεσσα φύση της και τη συνέργειά της στη δολοφονία τού αδελφού της. Οι συγχωριανοί της για να στηλιτεύσουν τη συμπεριφορά της και για να παραδώσουν το όνομά της στην… πυρά της μνήμης, σκάρωσαν τότε τους παρακάτω στίχους, από τους οποίους οι δύο πρώτοι αποτέλεσαν τη μαγιά του δημοτικού τραγουδιού που ξέρουμε:

 .

Στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά και στο Χρισσό κριάρια

και στης Μαρίας την ποδιά σφάζονται παλληκάρια.

Κλείσε τα παραθύρια σου και σκέπασ’ τη φωτιά σου

να μη φανεί ο ασίκης σου, όπ’ έχεις στην ποδιά σου.

 Τί ’ν’ το κακό οπού ’καμες στο δόλιο το Θανάση;

Τον αδελφό σου σκότωσες, τον Τούρκο για να πάρεις.

Στον Κάρκαρο τον έριξες, στον Κάρκαρο τον ρίχνεις.

Κανείς δεν κάνει απόφαση να μπει για να τον βγάλει.

 Ο Γιάννης κάνει απόφαση να μπει για να τον βγάλει.

Παίρνει πεντάδιπλα σχοινιά με δεκαοχτώ φανάρια.

Σαν μπήκε και τον έβγαλε στο αίμα βουτημένον

και η Μαρία λιγοψυχά και πέφτει να πεθάνει.

 Τίνος τα λες αυτά Μαριά και Τουρκοπιστωμένη;

Εσύ ’σουν που τον σκότωσες και τώρα θα τον κλάψεις;

 .

Επειδή τα πάντα κρίνονται εκ του αποτελέσματος, μπορούμε να πούμε ότι η φήμη για την ομορφιά της Πενταγιώτισσας, όπως διασώθηκε μέσα από το τραγούδι, υπερκέρασε και άφησε στο περιθώριο τις μνήμες από το ελευθέριο και γκρίζο παρελθόν της. Με άλλα λόγια, οι συμπατριώτες της, γράφοντας στίχους για να ψέξουν τη Μαρία, κατάφεραν το εντελώς αντίθετο, την έκαναν ξεκουστή για την ομορφιά της και, ως φαίνεται, αθάνατη! Η «Πενταγιώτισα», ανταποδίδουας την ακούσια συμβολή των συμπατριωτών της στην υστεροφημία της, έκαμε τους Πενταγιούς πασίγνωστους, μιας και χωρίς την Μαρία ίσως να μην τους ήξερε ούτε ο… ταχυδρομικός διανομέας! Η λάμψη της Πενταγιώτισσας έπεσε απλόχερα και στα Σάλωνα (Άμφισσα) και, φυσικά… χρύσωσε και το Χρισσό, ξαναβγάζοντάς το στο προσκήνιο. Καλός ο ομφαλός της γης, αλλά και ο ομφαλός μιας ωραίας γυναίκας (με τα… συμπαρομαρτούντα του) δεν παύει να έχει τη διαχρονική του αξία! Η Ιστορία και η φήμη δεν αποδίδουν πάντα τα του Καίσαρος τω Καίσαρι. Ποιός θυμάται, δυστυχώς, το μέρος που γεννήθηκε ο ήρωας Μακρυγιάννης; Μάλλον ελάχιστοι. Είναι ο οικισμός Αβορίτης της κοινότητας Κροκυλείου, εκεί δηλαδή που… έκλεισε τα μάτια της η Μαρία η Πενταγιώτισσα! Θεός σ’χωρέσ’ την…

 .

Υ.Γ.

Τα παραπάνω δεν γράφτηκαν με σκοπό την εξαγωγή… ηθικών ή άλλων διδαγμάτων. Ήθελα απλώς να εκφράσω την απογοήτευσή μου που στη Βοϊτσά, το χωριό του πατέρα μου και της προγιαγιάς του Σκοταρά, πήγε και παντρεύτηκε η Ελένη, η αδερφή της Μαρίας, και όχι η ίδια η Μαρία η Πενταγιώτισσα. Έτσι ούτε αρνιά σφάχτηκαν, ούτε κριάρια και, φυσικά, ούτε παλληκάρια! Το πολύ πολύ κανένας κόκορας! Τουτέστιν, δεν συνέβησαν οι διασταυρώσεις εκείνες που θα έδιναν στους νεώτερους το αναγκαίο υβριδικό σφρίγος για να σηκώσουν το χωριό στις πλάτες τους.

.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1]  ΣΤΑ ΣΑΛΩΝΑ ΣΦΑΖΟΥΝ ΑΡΝΙΑ

Τραγούδι από τη Φωκίδα Στερεάς Ελλάδας. Χορεύεται ως «ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΙΚΟΣ ΤΣΑΜΙΚΟΣ».

(Γ. Παπασιδέρης: http://www.youtube.com/watch?v=pZW-oIKXtIs

.

Στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά
Μαρία Πενταγιώτισσα Πενταγιώτισσα,
αχ και στο Χρισσό κριάρια
αχ μικρή δασκαλοπούλα.

.

Και στης Μαρίας την ποδιά
Μαρία Πενταγιώτισσα Πενταγιώτισσα,
αχ σφάζουνται παλικάρια
αχ παιδιά σαν τα λιοντάρια.

.
[2]  «Παραμυθολογία»: Έμμετρο σκωπτικό πόνημα που βρίσκεται στο στάδιο της σελιδοποίησης και αναμένεται να είναι έτοιμο στις αρχές του 2014. Αποτελεί ένα νοερό ταξίδι, με… έμμετρες σκωπτικές αναταράξεις, στο χώρο και το χρόνο της ελληνικής Μυθολογίας. Ξεκινώντας από τη γένεση των Μυρμιδόνων (και των Γκλιτσομυρμιδόνων) στην Αίγινα, φθάνουμε στους γάμους του Πηλέως και της Θέτιδος στον Όλυμπο και από εκεί προσγειωνόμαστε στη Φθία για τους γάμους του Μαλέως και της Υποθέτιδος. Ακολουθώντας την πορεία και τη μοίρα των μυθικών και παραμυθικών ηρώων, συναντούμε τον Μελέαγρο στην Καλυδώνα, τον Ηρακλή στην Αιτωλία, την Ιόλη στην Οιχαλία, τον Αχιλλέα στη Σκύρο, την Ομφάλη στη Λυδία, τον Άκαστο στην Ιωλκό, την Πασιφάη στην Κρήτη, τον Ιάσονα στην Κολχίδα, τους Αργοναύτες στη Λιβύη, τη Μήδεια στην Κόρινθο, τον Χείρωνα στο Πήλιο, την Ωραία Ελένη στη Σπάρτη, τη Δηιάνειρα στην Τραχίνα και τον Τυρέα στην… Καρδίτσα.

[3]  εριβώλαξ, ο, η: (αρχ.) 1. αυτός που έχει μεγάλους βώλους χώματος (για εύφορη γη) 2. πολύ εύφορος, γόνιμος («ἐν Φθίῃ ἐριβώλακι βοτιανείρῃ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + βώλαξ «όγκος χώματος»]

[4]  Ιεροί Πόλεμοι: 1ος το 600 π.Χ., 2ος το 458 π.Χ., 3ος  το 346 π.Χ. και 4ος το 339 π.Χ.

[5]  Πενταγιοί, οι (Πενταγιού, η): το χωριό ανήκει στο Δήμο Δωρίδος (έδρα το Λιδωρίκι). Βρίσκεται σε υψόμετρο 950 μ. και έχει 267 κατοίκους (απογραφή 2001). Χτισμένο σε πλαγιά, το χωριό έχει θέα προς την ανατολή την κορυφογραμμή των Βαρδουσίων, χιονοσκεπή συνήθως, ενώ τη δύση οριοθετεί το Ξεροβούνι. Έλατα, πλατάνια, χιονισμένες βουνοκορφές, άφθονα νερά, πέτρινα σπίτια και καλντερίμια συμπληρώνουν το τοπίο.

[6]  φθόρος, η: (αρχ.) μοιραία γυναίκα, γυναίκα που σε στέλνει στον όλεθρο

[7]  ριγεδανή, η: (αρχ.) φρικτή [επίθετο του Ομήρου για την Ωραία Ελένη]

[8]  έλανδρος, η: (αρχ.) που καταστρέφει τους άνδρες [επίθετο του Αισχύλου για την Ωραία Ελένη]

[9]  Ελατόβρυση: Η Ελατόβρυση (πρώην Βοϊτσά) βρίσκεται στην αριστερή όχθη του παραπόταμου Βοτσαΐτικου (Βοϊτσάνος) που χύνεται στον Εύηνο, ανάμεσα σε δύο χειμάρρους, στις βόρειες πλαγιές της οροσειράς Ομάλια. Η Βοϊτσά εμφανίζεται στα οθωμανικά κατάστιχα. Μετονομάστηκε το 1927 σε Ελατόβρυση (έλατο + βρύση) και ανήκει στο Δήμο Ναυπάκτου. Αξιομνημόνευτο είναι το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο με πλούσια εκθέματα.

[10] «φιλοτήσια ἔργα»: (αρχ. Ησύχ.) συνουσία

[11] τσαπράζια, τα: ασημένια ή επίχρυσα στολίδια που φοριούνται σταυρωτά στο στήθος, συνήθως στις παραδοσιακές φορεσιές τής ηπειρωτικής Ελλάδας (< τουρκ. capraz).

[12] ρέκτης, ο˙ -ις: δραστήριος, ενεργητικός άνθρωπος [λόγ. < ελνστ. ῥέκτης < αρχ.ρεκτήρ < ρέζω = πράττω, διαπράττω, κατορθώνω]  []

[13] Παλαιοκάτουνο: το σημερινό Κροκύλειο του Δήμου Δωρίδος με πληθυσμό 250 περίπου κατοίκους. Βρίσκεται σε μια πλαγιά του Ξεροβουνίου σε υψόμετρο 840 μ. Στον οικισμό Αβορίτη, ακατοίκητο σήμερα, γεννήθηκε το 1797 ο στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης.

[14] εκδοχή: οι πληροφορίες για τον βίο της Πενταγιώτισσας αντλήθηκαν από τον ιστότοπο «ΛΙΔΩΡΙΚΙ» [http://www.lidoriki.com/2012/09/blog-post_1863.html] και προέρχονται από το βιβλίο με τίτλο «Χάρη Σταματίου διηγήματα» [έκδοση: Παπαχαραλάμπειος Βιβλιοθήκη Ναυπάκτου, 2006].

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2016

Το τουριστικό περίπτερο στο Στενό ,όπου για πολλά χρόνια υπεύθυνος για την λειτουργία του ήταν ο χωριανός μας Αθανάσιος Κολοκυθάς 
Ο Γιάννης Κρανιάς έγραψε στο facebook,
Το ΔΣ της ΕΑΑΑ επισκέφθηκε σήμερα (11-10-2016) τη Προεδρική Φρουρά έπειτα από πρόσκληση  του Διευθυντού του Στρατιωτικού Γραφείου του Πρόεδρου της Δημοκρατίας Πτεράρχου Γρηγορίου Πρεζεράκου. Η φιλοξενία και η ενημέρωση που μας παρείχε τόσο ο Διοικητής και το προσωπικό της Προεδρικής  όσο και ο Δντης του Στρατιωτικού Γραφείου του Πρόεδρου της Δημοκρατίας Πτέραρχος Γρηγόριος Πρεζεράκος ήταν άψογη και τους ευχαριστούμε εκ βάθους καρδίας.  Αξίζει να δει κάποιος το εργαστήριο κατασκευής των στολών της Προεδρικής Φρουράς και να νιώσει τα μεράκι και την αγάπη όλων αυτών που ασχολούνται με τις στολές. Εκεί νιώθεις δύο φορές Έλληνας. Η  κατασκευή μια αυθεντικής στολής τσολιά απαιτεί περίπου 120 ημέρες και  η κατασκευή ενός Τσαρουχιού  20 ημέρες. Η φουστανέλα απαιτεί ύφασμα 80 μέτρων έχει 400 πτυχές που συμβολίζουν τα 400 της τουρκικής σκλαβιάς. Όλες οι στολές κατασκευάζονται από αγνά υλικά  και είναι κεντημένες στο χέρι  τα δε τσαρούχια είναι όλα ραπτά και καρφωτά και από γνήσιο δέρμα αγελάδος..


Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2016


Είχα την τιμή να με δεχθεί  ως τακτικό μέλος στους κόλπους της η ιστορική Αεροπορική Ακαδημία Ελλάδος τη  Παρασκευή 7-10-2016. Μια Ακαδημίας που ασχολείται όχι μόνο  με τη διάδοση της αεροπορικής ιδέας αλλά και με προσφορές κοινωνικού χαρακτήρα. Θέλω  να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ  σε αυτούς που με πρότειναν για  μέλος της Ακαδημίας και ιδιαίτερα στο πτέραρχο ε.α.  Παναγιώτη Παπαδάκη αντιπρόεδρο της Ακαδημίας   αλλά  και στο Πρόεδρο Πτέραρχο ε.α. κ. Νόκα καθώς και σε όλο το ΔΣ  καθόσον με την ομόφωνη απόφαση τους, που είναι μια πολύ  μεγάλη  τιμή για μένα, έγινα μέλος της Ακαδημίας. Φωτογραφίες από την εκδήλωση αυτή ακόμη δεν έχουν κυκλοφορήσει για το λόγο καθυστέρησα την ανάρτηση αυτή. Τη φωτογραφία τη πήρα από το Δήμο Πεντέλης που δήμαρχος του έγινε και αυτός τακτικό μέλος της Ακαδημίας

Γιάννης Κρανιάς 



1975,  ο Χαράλαμπος Στέφος και ο Ανδρέας Κολοκυθάς του Κωνσταντίνου 

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2016

 Άγνωστα στοιχεία για το ταξίδι της Μέλπως Μερλιέ στη Ρούμελη (Θερμό Αρτοτινα )

Μέλπω Μερλιέ (1889-1979)

Η Μέλπω Μερλιέ (1889-1979), γνωστή για την πρωτοπόρο δράση της στο χώρο της μελέτης της μουσικής παράδοσης του τόπου μας και της μικρασιατολογίας, το καλοκαίρι του 1922, ανύπαντρη ακόμα, ως Μέλπω Λογοθέτη, επισκέφθηκε τη Ρούμελη για να συνάξει τα δημοτικά της τραγούδια. Ήταν η πρώτη ελληνίδα που αποτολμούσε κάτι τέτοιο, καθώς και η πρώτη συστηματική προσπάθεια περισυλλογής του ρουμελιώτικου τραγουδιού. Η Μερλιέ δούλεψε στο Θέρμο (πρώην Κεφαλόβρυσο) της επαρχίας Τριχωνίδας και στην Αρτοτίνα της Δωρίδας. Τα χωριά αυτά της τα υπέδειξε ο συνεργάτης της λαογράφος Δημήτρης Λουκόπουλος (1874-1943), γιατί και στα δύο είχε πολλές γνωριμίες. Η Αρτοτίνα ήταν η ιδιαίτερη πατρίδα του και στο Θέρμο βρισκόταν το σχολείο όπου τότε υπηρετούσε ως δημοδιδάσκαλος.
Το υλικό που συγκεντρώθηκε σ’ αυτήν την περιοδεία δημοσιεύτηκε το 1931 στη σειρά της «Ιστορικής και Λαογραφικής Βιβλιοθήκης» του «Συλλόγου προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων» με τίτλο Τραγούδια της Ρούμελης. Το βιβλίο χωρίζεται σε πρόλογο, μουσικολογική εισαγωγή και 96 σελίδες με το κείμενο και τη μελωδία του κάθε τραγουδιού. Στον πρόλογο η συγγραφέας υπογραμμίζει πως θα δυσκολευόταν πολύ να πετύχει στο σκοπό της χωρίς τη βοήθεια του Λουκόπουλου, αφού όπως καταθέτει η ίδια, ήταν μοναδικά κατατοπισμένος στη λαογραφία της περιοχής, γνώριζε όσο λίγοι τη «ρουμελιώτικη ζωή» και μπορούσε να την φέρει σε επαφή με τις καλλίτερες φωνές. Στην ίδια σελίδα επίσης, εκθέτει τη μέθοδο που ακολούθησε για να απαθανατίσει στο πεντάγραμμο τους σκοπούς που άκουγε.
Μεταφέρω εδώ τη σχετική παράγραφο, γιατί παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον:

«Μα όσο πιο γνώριμοι μου γίνονταν οι ρουμελιώτικοι σκοποί, τόσο πιο δύσκολο μου φαίνουνταν ν’ ακινητήσω στο χαρτί τη φευγαλέα γραμμή τους. Φωνόγραφο δεν είχα, το μόνο βέβαιο μέσο για να ξανακοιτάξη κανείς αργότερα, κι όσες φορές θέλει, το μαζεμένο υλικό, το μόνο επίσης μέσο για να το υποβάλη στην κρίση και στον τόσο χρήσιμο έλεγχο των άλλων. Έπρεπε λοιπόν ν’ αναπληρωθεί η έλλειψη αυτή με λεπτόλογη φροντίδα κι ακριβολογία. Μια φορά το τραγούδι γραμμένο, το εξέλεγχα πολλές φορές, μ’ όλους τους τρόπους. Μου το τραγουδούσε ο τραγουδιστής, του το τραγουδούσα κι εγώ, μου τώπαιζε στο βιολί του κι ο κ. Λουκόπουλος, που τα τραγούδια τα ήξερε σαν τους καλύτερους τραγουδιστές. Το βιολί αυτό μου στάθηκε ανεκτίμητος βοηθός στα ελεύθερα τραγούδια, με την άστατη κυμαινόμενη γραμμή. Και δέκα και δεκαπέντε φορές γίνουνταν ο έλεγχος του κάθε τραγουδιού. Δε θέλω να πω μ’ αυτό πως η συλλογή είναι αλάθευτη, ελπίζω μόνο οι ελλείψεις της να μην είναι ουσιαστικές.»

H οικία Μερλιέ, στη γωνία Σίνα και Οκταβίου Μερλιέ 

Η Μερλιέ συμπεριέλαβε στη συλλογή της 66 τραγούδια από 5 άντρες και 7 γυναίκες ηλικιών κυρίως μικρών (16-26) και μεσαίων (42-50). Το 71% των τραγουδιών υπαγορεύτηκαν από τον πενηντάχρονο Γιάννη Γεωργίου από το Θέρμο, που όπως γράφει η ίδια «είχε ωραία φωνή και έκφραση πολλή». Στην Αρτοτίνα η συγκομιδή ήταν αισθητά μικρότερη. Τα μόλις 9 τραγούδια που συγκεντρώθηκαν εκεί, προέρχονταν από 6 πληροφορητές, καταγόμενους όχι μόνο από την Αρτοτίνα, αλλά κι από άλλα δυο χωριά της περιοχής, τη μικρή Παλούκοβα και το Δροσοχώρι.
Για κάποιο λόγο που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, η Μερλιέ δεν θέλησε να εμπλουτίσει τον πρόλογό της με ιδιαίτερες παρατηρήσεις και εντυπώσεις από τους ανθρώπους που συνάντησε στο ταξίδι της και από τα γλέντια, τους χορούς και τα πανηγύρια τους. Αναφέρει απλώς πως στα μέρη εκείνα ένιωσε να ζωντανεύει το «θάμασμα να κουβεντιάζουν τα βουνά με τις κοντοραχούλες». Καταλαβαίνετε λοιπόν το μέγεθος της έκπληξης και της χαράς μου, όταν, ξεφυλλίζοντας πρόσφατα το ανέκδοτο ημερολόγιό της, ανακάλυψα 30 σελίδες με αυτά ακριβώς τα στοιχεία που έλειπαν από το βιβλίο της.
Ας παρακολουθήσουμε λοιπόν το ταξίδι της Μερλιέ βάσει των ανέκδοτων ημερολογιακών σημειώσεών της.
Το ταξίδι στη Ρούμελη διάρκεσε 18 μέρες, από τις 30/6 ώς τις 17/7, χωρίς να υπολογίζεται ο χρόνος της επιστροφής από την Αρτοτίνα στην Αθήνα. Στο ημερολόγιο περιλαμβάνονται εγγραφές για τις 30/6 και 1/7, 5/7 και 6/7, 14/7 και 17/7. Οι δυο πρώτες θα πρέπει να καταχωρήθηκαν στο Θέρμο (1860 κάτοικοι τότε και τώρα, με βάση την απογραφή του 1991, 1750), οι δύο μεσαίες αφορούν την επίπονη πορεία από το Θέρμο στην Αρτοτίνα (1349 κάτοικοι τότε και τώρα, με βάση την απογραφή του 1991, 285), και οι δυο τελευταίες αναφέρονται στις μέρες διαμονής στην Αρτοτίνα, αλλά είναι γραμμένες κι οι δυο μετά την ημερομηνία που υποδεικνύει το ημερολόγιο. Από το κείμενό τους μάλιστα, προκύπτει ότι τουλάχιστον το πρώτο αποτελεί εγγραφή της 18/7 γιατί, αν ήταν της 14/7, δεν θα είχε χρησιμοποιήσει η Μερλιέ τη λέξη «χθες» για ένα πανηγύρι που έγινε μετά από τρεις μέρες.
Για να φθάσει στο Θέρμο η Μερλιέ, ακολούθησε τη διαδρομή Πάτρα-Μεσολόγγι-Αγρίνιο. Απ’ εκεί ανέβηκε στο Θέρμο με αμάξι μέσω Πετροχωρίου. Την πρώτη μέρα στο Θέρμο η Μερλιέ ασχολήθηκε με την 70χρονη Άννα Μαυρέλη που κατοικούσε εκεί, αλλά καταγόταν από τον Πλάτανο της Ναυπακτίας. Από τα τραγούδια που της είπε, η Μερλιέ κατέγραψε μόνο το Μαζωχτό χορό «Χελιδονάκι θα γενώ». Αυτό όμως έτυχε να γίνει και το πιο διάσημο όλης της συλλογής, αφού άρεσε τόσο πολύ στον Σκαλκώτα, που χρησιμοποίησε τη μελωδία του σ’ έναν από τους 36 ελληνικούς χορούς του.
Από την Μαυρέλη, εκτός από το Μαζωχτό, η Μερλιέ πήρε και πληροφορίες για ορισμένες κατηγορίες δημοτικών τραγουδιών και για το μεταναστευτικό πρόβλημα των αγροτικών μας πληθυσμών. Αυτά και μερικά ακόμα θα τα βρούμε στην ημερολογιακή της σημείωση της 30/6/1922:

«Μας τραγούδησε σήμερα η Άννα Μαυρέλη, 70 χρόνων, από τον Πλάτανο της Ναυπακτίας. Ζωηρή, με ψυχή, και με ντέρτι, μα όχι ντέρτι νυσταγμένο. Στον Πλάτανο έχουν πολλά ξενητιάτικα τραγούδια γιατί ο τόπος είναι φτωχός και άγονος και ξενητεύονται οι άντρες, άλλοι στην Αμερική, άλλοι σε ελληνικές επαρχίες. Η γριά Μαυρέλη είχε δυο γιους στην Αμερική, τα ξενητιάτικα τα λένε μόνο οι γυναίκες. Έτσι δα, σαν πάμε για ξύλα λέμε κανένα ξενητιάτικο. Για να ξεθυμαίνουμε … ή για να βασανιζόμαστε περισσότερο. Ε, τί να κάμ’ς. Μας είπε δυο ξενητιάτικα. Μουσικά μου φάνηκαν μονότονα και φτωχά, ένας μονότονος θρήνος. Κάποτε η γριά αναστέναζε στη μέση του τραγουδιού, τόσο φυσικά, που δεν ήξερες αν ο αναστεναγμός ήταν δικός της ή του τραγουδιού. Μοιρολόγι δε θέλησε με κανέναν τρόπο να μας πει. Ήταν στου κουμπάρου της, του Λουκόπουλου το σπίτι, και τό ’χε σε κακό. Μα στον Πλάτανο δε λεν μόνο τα ξενητιάτικα οι γυναίκες. Όλα τα τραγούδια αυτές τα λεν. Οι άντρες δεν τραγουδούν παρά σπάνια.
Νανουρίσματα τραγούδια δε λεν. Κάτι συνηθισμένα: «κοιμήσου να πάμε εδώ κι εκεί…», όχι τραγουδιστά, αλλά με απαγγελιά λίγο μουσική.
Οι γυναίκες στον Πλάτανο φορούν κάτι μακριά μαντήλια, που κρέμονται ως τη μέση και άσπρες κάλτσες. Τύπος η γριά Μαυρέλη: με ποίηση –το λέει η καρδιά της. Ενώ όσες γυναίκες άκουσα εδώ, φρικτές κι απαίσιες. Ή μια ψιλή έρρινη φωνή, ή, έρρινες πάλι, στριγγλιές, για να φεύγεις μίλια μακριά».

Την επόμενη μέρα η Μερλιέ βλέπει τον ζουρνατζή Αθανασούλα και το γιο του. Η συνάντησή τους δεν θα αποφέρει καταγραφές, αλλά θα είναι γόνιμη σε πληροφορίες για τα όργανα και τη μουσική της περιοχής. Επίσης και για την πρόσληψη της μουσικής από την ίδια.

1 Ιουλίου 1922

«Σήμερα», γράφει, «[ήρθε] η σειρά του Αθανασούλα του γύφτου απ’ το Καρπενήσι. 80 χρόνων, μα γερός και ευθυτενής. Ήρθε με το εγγόνι του τον Πέτρο, 12 χρόνων, μαυριδερό, νόστιμο αγόρι, που είχε τ’ αξίωμα να βαράει το νταούλι. Τούτο είναι μεγάλο και το φορούν κρεμασμένο με πέτσινα λουριά απ’ το λαιμό, και το βαρούν με το νταουλόξυλο. Οι γύφτοι το φτιάχνουν μοναχοί τους από δέρματα κατσίκας. Ο Αθανασούλας λοιπόν έπαιζε την καραμούζα (ζουρνάς). Αυτές τις φτιάχνουν μόνο στην Πόλη. Το επιστόμιό της, που όμως είναι ηχητικό, το λένε τσαμπούνα, και έναν μικρό κύκλο που προσαρμόζει στην τσαμπούνα, μπουκαδούρα.
Η καραμούζα στρίγκλιζε, σαν τρυπάνι στ’ αυτιά σου, και ο Πέτρος βαρούσε το ρυθμό με το νταούλι του.
Βάρβαρη βέβαια μουσική, μα οργιαστική.
Ο γύφτος έπαιζε και τη φλογέρα, το νάι. Ήταν καμωμένη από μπρούντζο. Ρώτησα αν την κάνουν κ’ από καλάμι, όχι, λέει, γιατί το καλάμι έχει τα κόμπια, και δε βγάζει φωνή λαγαριστή. Για να παίξει με κέφι ο γερο-Αθανασούλας ήθελε να πιει κάμποσες οκάδες κρασί. Κ’ εσύ σαν πιεις κάτι, έλεγε του Λουκόπουλου, είδες πώς το λιγοθυμάς το βιολί;
Τούτοι οι γύφτοι του Καρπενησιού είχαν για δουλειά νά ’ναι σιδηρουργοί και οργανοπαίχτες. Σιγά-σιγά φαίνεται πως οι Καρπενησιώτες γύφτοι άφηναν τη σιδηρουργική κ’ ήταν μόνο οργανοπαίχτες. Τώρα όμως ξεφυλλίζονται και δεν παίζουν πια τόσο τα άργανα. «Τ’ άργανα» είναι το νάι και το νταούλι μαζί. Άλλοι τέτοιοι οργανοπαίχτες είναι οι Τουρκόγυφτοι της Ποδολοβίτσας [Πεντάλοφο] που εγκαταστάθηκαν εκεί μονίμως.»

Η τελευταία ημερολογιακή καταχώρηση της Μερλιέ στο Θέρμο αφορά τον Γιάννη Γεωργίου ή Καρακώστα, που από τη φωνή του κατέγραψε τα 8/11 των τραγουδιών της συλλογής της. Τον χαρακτηρίζει λοιπόν ως γνωστό για την καλλιφωνία του τόσο στο Θέρμο, όσο και στα περίχωρα, προσθέτοντας ότι το τραγούδι είναι συνυφασμένο με την ίδια τη ζωή του, κι ότι η φωνή του διαθέτει έμφυτη ευλυγισία και χάρη.
Στις 5 Ιουλίου του 1922, έχοντας μείνει πέντε μέρες στο Θέρμο, η Μερλιέ με τον Λουκόπουλο, τη γυναίκα του και τον αγωγιάτη Λάμπρο Ντρέλια από τη σημερινή Μανδρινή, ξεκίνησε τα χαράματα για την Αρτοτίνα. Ήταν μια πορεία από τα 360 στα 1180 μ., που κράτησε δυο ολόκληρες μέρες και έδωσε την ευκαιρία στην Μερλιέ να απολαύσει ένα από τα πιο μεγαλειώδη πανοράματα της ρουμελιώτικης φύσης.
Η Μερλιέ στο ημερολόγιό της, εκτός από το θαυμασμό για τη φύση που πρωτοέβλεπε, μιλάει με πολύ συμπάθεια και για τον Λάμπρο, από τον οποίον κατέγραψε και τρία τραγούδια. «Είναι», γράφει, «ο πιο όμορφος τύπος χωριάτη που έχω δει κι όμορφο παλικάρι. Με φυσική ευγένεια και aisance. Σεμνός και με μια ησυχία στις κινήσεις, στην ομιλία, σε όλο του το είναι. Λιγόλογος, προσεκτικός, ευγενής, ο Λάμπρος λες και βαστούσε από σόι.»
Τη νύχτα μεταξύ 5 και 6 Ιουλίου οι οδοιπόροι κοιμήθηκαν στο ύπαιθρο, στην τοποθεσία Νεροπρίονο του Ξηροβουνιού, σε ύψος γύρω στα 1000 μ., «κοντά σε ίσκιους και νερά», όπως γράφει χαρακτηριστικά η Μερλιέ στο τετράδιό της.
Η διαμονή της στην Αρτοτίνα, πιθανότατα στο σπίτι των Λουκόπουλων, διάρκεσε το λιγότερο έντεκα μέρες, ώς τις 17 Ιουλίου. Στο ημερολόγιό της βρίσκουμε σημειώσεις μόνο για την 8η και 11η μέρα τής εκεί διαμονής της (14 και 17 Ιουλίου) γραμμένες, όπως προανέφερα μετά το πανηγύρι της 18ης Ιουλίου. Το πιο ενδιαφέρον σημείο του κειμένου που αφορά την 14η του Ιουλίου είναι το σχόλιο της Μερλιέ για τον παπά του χωριού, του οποίου η κόρη Ευτυχία Φασίτσα, της τραγούδησε το «Σαράντα δυο κλεφτόπουλα».

 

«Ο παπα-Φασίτσας», γράφει, «πήγε ως τη δευτέρα γυμνασίου. Αγάπησε μια, μα δεν τον άφησαν οι γονείς του να την πάρει, πήρε ύστερα την παπαδιά του, χωρίς να την αγαπά, επειδή το ήθελαν οι δικοί του. Δεν μπόρεσα ποτέ να την βάλω στην καρδιά μου. Ήταν αντάρτης στο Μακεδονικό αγώνα, μερικούς μήνες με τον Παύλο Μελά και ενάμισι χρόνο με τον Τσόντο. Τώρα είναι παραδομένος στο κρασί και στο γλέντι. Πίνει φοβερές ποσότητες και κανα-δυο φορές κόντεψε να πεθάνει. Μια νύχτα γυρίζοντας σπίτι του έπεσε σ’ ένα ρέμα. Όσο μεθυσμένος κι αν είναι ποτέ δε λέει ανοησίες ή ασυναρτησίες κι έχει πάντα κέφι. Υποχρεωτικός, και θυσία στους ξένους. Λειτουργεί καλά, σαν κάποιος που καταλαβαίνει εκείνα που λέει. Μια φορά στη Ναύπακτο πήγε σ’ ένα  café chantant που τραγουδούσαν κάτι “prima-donnes”,έτσι τις λεν εδώ, και μ’ αυτό εννοούν Σόδομα και Γόμορα! Λοιπόν ο παπάς, αφού ακούμπησε το καλημαύκι του σ’ ένα τραπέζι, ανέβηκε στη σκηνή και χόρεψε με τις prima-donnes. Κάποιος θέλησε να του κάνει παρατήρηση πως, αυτός, παπάς άνθρωπος κτλ. Και ο παπα-Φασίτσας δείχνοντας το καλημαύκι του απάνω στο τραπέζι: εκεί είναι ο παπάς, και εδώ είναι ο Κώστας.
61 χρονών και 2 μηνών, αντοχή και περπατησιά νέου, και ζωηρά γαλανά μάτια, που δεν αλλοίωσε το ποτό. Χθες στο πανηγύρι της Αγιά-Μαρίνας χόρεψε κι έσυρε το χορό με χάρη και λεβεντιά. Αφού χορεύει μέσα μου η καρδιά μου θα χορέψω.
Μετά τη Λειτουργία έβγαλε λόγο. Είχαμε ωραίο καιρό, δροσερό, με τον ήλιο κρυμμένο στα σύννεφα. Κι ο Θεός είναι λεβεντιά. Καημένε παπα-Φασίτσα. Ένα βράδυ αργά πέρασε κάτω απ’ το σπίτι και φώναζε όπα…Και πλέον ου. Μόνο στο πιάτο δεν μπορεί να βάλει πλέον ου».

(ΜΟΥΣΙΚΟ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΕΛΠΩΣ ΜΕΡΛΙΕ)

Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το δεύτερο Αρτοτινό σημείωμα της Μερλιέ που αφορά την 17η Ιουλίου και το πανηγύρι της Αγιά-Μαρίνας. Η περιγραφή είναι ιδιαίτερα ζωντανή με πολλές ανεκτίμητες πληροφορίες για τις υπαίθριες γιορτές της εποχής εκείνης.

«Κάναμε», γράφει, «δυο ώρες δρόμο μέσ’ από τον Ξηριά για να πάμε [στο παρεκκλήσι] της Αγιά-Μαρίνας. Καλή, θερμή λειτουργία. Την έκανε ο παπα-Φασίτσας. Ύστερα μας κάλεσαν να φάμε στο τραπέζι του βλάχου Καραγεώργου. Είναι 94 χρόνων, κι ανεβαίνει ακόμα τα βουνά. Εδώ οι άνθρωποι δε γερνούν. Τα 60 είναι νεότης. Βλέπω πολλούς να είναι 75, 80, 90, 93 χρονών και όχι ένας και δύο.
Φάγαμε λοιπόν, ολόγυρα καθισμένοι κατά γης, κρέας και πίτες όλων των λογιών και αγνό, θαυμάσιο γιαούρτι. Ύστερα βέβαια άρχισε το τραγούδι. Στο τραπέζι μας ήταν και ο κλαριτζής ο Κώστας, που κι αυτός έχει χρηματίσει αντάρτης. Έχει όμως άγριο, απολίτιστο πρόσωπο.
Στο παρακάτω τραπέζι είχαν κι εκεί όργανα και τραγουδούσαν. Μπερδεύονταν τα δυο τραγούδια γιατί δε φύλαγαν να παύσει το ένα τραπέζι κι ύστερα ν’ αρχίσει το άλλο. Μου φάνηκε μάλιστα πως για τους άλλους τραγουδιστές μιλούσαν σαν με περιφρόνηση. Ου, τάχατες, τί ξέρουν κι αυτοί. Και δεκαπέντε και τριάντα τραπέζια νά ’ναι τραγουδούν όλοι μαζί, και διαφορετικά τραγούδια. Φαντάσου πανδαιμόνιο. Τραγούδησαν κλέφτικα. Αυτά τα ευλογημένα είναι όλο και απορίες. Και αλλαγές. Και πώς εξαρτάται απ’ τον τραγουδιστή να το κάνει ανυπόφορο. Λίγη μύτη και κάμποση κλάψα και γρίνα, και σου έρχεται να πάρεις τα βουνά. Αυτά όμως τα κλέφτικα τραγούδια αρέσουν των ανδρών, τα λένε με ‘μεράκι’ και το πιο συχνό, σαν τα τραγουδούν κλείνουν τα μάτια τους. Ύστερα από κάθε στροφή ο κλαριτζής έπαιζε στο κλαρίνο του τη στροφή αυτή … ή κάτι που της έμοιαζε λίγο πολύ. Βαρετό ήταν το κλαρίνο, όλο τα ίδια έπαιζε, ποικίλματα κι ανεβοκατεβάσματα από σκάλες και μελωδία ‘ντιπ’, καθώς λεν εδώ. Κάθε τόσο λένε ντιπ. Λοιπόν ο κλαριτζής μάς χαλούσε το τραγούδι, καθώς διέκοπτε κάθε στροφή με τους μονότονους λαρυγγισμούς του οργάνου του. Ο παπα-Φασίτσας είπε το «Εγώ είμαι η βλάχα η έμορφη, η βλάχα η παινεμένη», όχι όπως τό ’χω γραμμένο, μα όπως το τραγουδούν και στις πόλεις. Είχα την ιδέα πως ήταν καινούριος σκοπός αυτός, μα ο παπάς λέει πως είναι παλιό.
Μετά το τραγούδι άρχισε ο χορός όπου ενώθηκαν οι παρέες. Οι άντρες όλοι χόρευαν έκτακτα, ακόμη και οι κοντοί και οι άχαροι. Όταν έσερνε ο καθένας, έβλεπες την τέχνη τους. Δημιουργία και εδώ και improvisation, ευστροφία και ποικιλία. Απ’ ό,τι είδα ώς τώρα, αυτό ήταν σχεδόν το πιο ωραίο. Και τους φαντάστηκα όλους με φουστανέλλες ή καν με τα όμορφα βλάχικα ρούχα, τί ζωγραφιστοί θα ήταν και γραμμένοι. Φορούν αυτά τα φράγκικα και είναι σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα, γιατί δεν ξέρουν να τα φορούν σαν κύριοι, και μοιάζουν ή ξεπεσμένοι ή κουτσαβάκηδες. Όλη την πρωτοβουλία την έχει αυτός που σέρνει το χορό. Οι άλλοι κάνουν τα συνηθισμένα βήματα και συμμορφώνονται μαζί του. Χόρεψαν κ’ οι γυναίκες, πολύ συνηθισμένα και χωρίς καμία πρωτοτυπία. Όλες τα ίδια, σαν κορίτσια παρθεναγωγείου. Είπα σε κάποιον πως οι γυναίκες δε φτάνουν τους άνδρες στο χορό, και μου είπε πως είναι έτσι αρεστό να χορεύουν ήσυχα και μετρημένα οι γυναίκες χάριν σεμνότητας. Ώστε κ’ εδώ στους άνδρες η δημιουργία.
Εκείνος που σέρνει το χορό δε ρίχνει χρήματα στους μουζικάντηδες, άπαγε δε να είναι γυναίκα. Τώρα κάποτε ρίχνει και εκείνος που σέρνει, μα ο κ. Λουκόπουλος θυμάται πως άλλοτε δε γινόταν. Όταν όμως χορεύει συγγενής ή φίλος, ρίχνουν όλοι όσοι τον έχουν συγγενή ή φίλο για να τον τιμήσουν. Κολνούν κι απάνω στου κλαριτζή το μέτωπο, σαν παραμεγαλώσει ο ενθουσιασμός, και εκατοστάρικο και πεντακοσάρικο. Ο κλαριτζής κρατάει μερικές δραχμές, και τα άλλα τα δίνει πίσω.
Έσυρα και εγώ το συρτό, και είδα πως τα πήγαινα τα βήματα του τσάμικου. Εκείνος που πιάνει να σύρει το χορό, αν είναι κανείς χορός για ήχος που τον προτιμά, λέει του κλαριτζή και τον παίζει. Και από αυτό φαίνεται πόσο αυτός που σέρνει το χορό είναι το κύριο πρόσωπο. Ο κλαριτζής εκεί που παίζει τσάμικο παίζει συρτό, και αυτοί που χορεύουν αμέσως συμμορφώνονται. Οι άντρες χόρεψαν και χασάπικο, που όταν γρηγορεύει πολύ, γίνεται οργιαστικός. Η Ελένη[1] ζήτησε να της παίξουν αρβανίτικο όταν έσυρε. Ο χορός έγινε συχνά αφορμή να γίνουν δράματα και φονικά. Π.χ. στο πανηγύρι της Αρτοτίνας, του Άη-Γιαννιού, όπου συχνά γίνουνταν τρίδιπλοςτετρακάγκελος χορός (όταν ήταν πάρα πολλοί οι χορευτές), χορεύαν πρώτα οι άντρες, και οι γυναίκες χόρευαν, μα χωριστά. Ώστε δε φτάνει ‘να χωρίζει το μαντήλι’! Κάποτε όμως ενώνονται, δηλαδή τραβούν μερικές γυναίκες μπροστά, κι ύστερα άντρες, ή βάζουν τους άντρες μεταξύ. Εκεί λοιπόν πολλές φορές μάλωναν ποιος θα βάλει τη δική του, αδερφή, συγγένισα, αρραβωνιαστικιά, να σύρει το χορό. Κι αμέσως άστραφταν μαχαίρια, γιαταγάνες, πράμα που θεωρούνταν ως ένδειξη παλικαριάς. Άλλη μια αφορμή, όταν ο ένας έσερνε το χορό του άλλου. Συχνά έγιναν φόνοι, ταραχές, φωνές και σκόρπισμα γενικά. Εκεί που γινόταν εξαίρεση ήταν σαν ήθελε να χορέψει γέροντας. Η νεότης τότε υποχωρούσε. Οι γερόντοι χόρευαν όλοι, επίσης και οι παπάδες, το βράδυ της Τυρινής και τραγουδούσαν ένα Εξαποστειλάριο Δεύτε προσκυνήσωμεν. Η πλατεία που χορεύουν λέγεται χοροστάσι. Σαν ν’ αντικατάστησε το αρχαίο στάδιο».

Η Μερλιέ με τους Λουκόπουλους φαίνεται να ξεκίνησαν για το ταξίδι της επιστροφής λίγο μετά το πανηγύρι της Αγίας Μαρίνας, αν και δεν μπορούμε να καθορίσουμε με ακρίβεια την ημερομηνία. Μπορούμε όμως να υποθέσουμε ότι γύρισαν από άλλο δρόμο, περνώντας ένα βράδυ στο Μαλανδρίνο της Φωκίδας, στο σπίτι της οικογένειας Κοτάρη. Τούτο συνάγεται από το γεγονός ότι τους ευχαριστεί στο βιβλίο της, προφανώς για τη φιλοξενία τους.
Οκτώ χρόνια μετά το ταξίδι της στη Δυτική Ρούμελη το 1930, η Μερλιέ, επικεφαλής του νεοσύστατου τότε Μουσικού Λαογραφικού Αρχείου, πραγματοποιεί την γνωστή αποτύπωση σε δίσκους 78 στροφών 600 δημοτικών τραγουδιών απ’ όλη σχεδόν την Ελλάδα, από τα τότε ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα και από τραγουδιστές-πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη. Θα περίμενε κανείς ν’ ακούσει στους δίσκους αυτούς και τη φωνή του καλλίτερου δυτικορουμελιώτη τραγουδιστή της, του Γιάννη Γεωργίου. Δυστυχώς όμως, στη συλλογή αντιπροσωπεύεται μόνο η ανατολική Ρούμελη με αρκετούς τραγουδιστές από την Άνω Αγόριανη και μερικούς άλλους από ανατολικότερες περιοχές όπως π.χ. τη Λειβαδιά.
Η απουσία της δυτικής Ρούμελης από την ηχογράφηση του 1930, δίκαια ενόχλησε τον Λουκόπουλο που, στις 12-10-1938 στέλνει μια τετρασέλιδη πυκνογραμμένη επιστολή στη Μερλιέ παρακαλώντας την να φροντίσει ώστε να κάνει το Μ.Λ.Α. «κείνο που ως τώρα παρέλειψε», δηλαδή να ασχοληθεί έστω και εκ των υστέρων και με τη δυτική Ρούμελη. Οι διαπιστώσεις του Λουκόπουλου για τη δεινή θέση στην οποία βρισκόταν το 1938 το δυτικορουμελιώτικο τραγούδι κι ο χορός είναι περιληπτικά οι εξής:

1) Οι άνθρωποι στο Θέρμο έχουν πάψει να τραγουδούν δημοτικά τραγούδια κι ότι «αν κανείς νέος θελήσει να τραγουδήσει, θα πη [κάποιο] μοντέρνο σαχλό τραγουδάκι που έχει ακουσμένο από γραμμόφωνο ή ραδιόφωνο».
2) Ότι σ’ ένα γάμο είδε τα κορίτσια να χορεύουν «ακολουθώντας τον ήχο ενός φωνογράφου», χωρίς να λένε τα «χορευτικά τραγούδια που άλλοτε τραγουδούσαν».
3) Ότι στο ετήσιο εμπορικό πανηγύρι των αρχών Σεπτεμβρίου, ενώ «άλλοτε (…) άκουγες τα ωραιότερα και περισσότερα κλέφτικα ιδίως τραγούδια, είτε στα καφενεία από κουμπανίες οργανοπαιχτών, είτε στα μαγαζιά από τραγουδιστάδες, τώρα δεν ακούς τίποτα απ’ αυτά, [γιατί] κυριαρχεί ο φωνογράφος και το ραδιόφωνο».
4) Ότι η ίδια κατάσταση επικρατεί στη Χρυσοβίτσα στο πανηγύρι της Μεταμορφώσεως (6 Αυγούστου) καθώς και στο μεγαλύτερο θρησκευτικό πανηγύρι της δυτικής Ρούμελης που γίνεται στις 23 Αυγούστου στον Προυσό της Ευρυτανίας.
5) Ότι η κατάσταση στο χορό δεν είναι καλλίτερη. «Παντού», γράφει, «όπου κι αν πας σήμερα είναι αδύνατο ν’ αναγνωρίσεις τους χορούς τσάμικο, απολυτό, συρτό, καλαματιανό κτλ. Όλοι έχουν συμπτυχθή σ’ ένα συρτόν πηδηχτό χορό και τίποτε άλλο».Η Μερλιέ ασφαλώς δεν θα έμεινε ασυγκίνητη από το γράμμα αυτό του Λουκόπουλου, αλλά τα οικονομικά του Μ.Λ.Α. ήταν τότε κάθε άλλο παρά ανθηρά, οπότε το αίτημα του αγαπητού φίλου και συνεργάτη της, ήταν δύσκολο να ικανοποιηθεί. Αλλά και μετά τον πόλεμο η δυτική Ρούμελη θυσιάστηκε για χάρη άλλων περιοχών που είχαν μείνει αχαρτογράφητες, όπως η Σκόπελος, η Αίγινα, η Εύβοια, η δυτική Μακεδονία κ.ά. Υπάρχει ωστόσο βάσιμη ελπίδα ότι ο μικρός αριθμός τραγουδιών και σκοπών από τον Φουρνά της Ευρυτανίας και το Μεσολόγγι, που το Μ.Λ.Α. ηχογράφησε μεταπολεμικά, θα μπορέσει ενδεχομένως να πολλαπλασιασθεί και με άλλα δείγματα από την ίδια περιοχή, αρκεί βέβαια να μην είναι πολύ αργά. 

Μάρκος Δραγούμης
Αθήνα, 12 Μαρτίου 2007

ΜΟΥΣΙΚΟ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ
(επιλογή εικόνων Κ.Γρηγορέας)


[1] Τσούμα (20), είπε το «Όλα τα πουλάκια»