Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

          Παρατίθενται  αποσπάσματα από το  συγκλονιστικό βιβλίο  «Η ΔΑΣΚΑΛΑ ΟΥΡΑΝΙΑ»(2007)  του γιού της ΓΙΑΝΝΗ   Ι. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ .



(Σελ. 219)
ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ
H δασκάλα Ουρανία Νικολάου Παναγιωτοπούλου- Ηλιοπούλου γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1901. Έλαβε το πτυχίο της δασκάλας από το διδασκαλείο του Κεντρικού Παρθεναγωγείου της Ορθοδόξου Κοινότητος Σμύρνης το Μάιο του 1917.
Υπηρέτησε σαν δασκάλα στις Φώκιες και την Σμύρνη κατά την επόμενη πενταετία. Ήταν εθελόντρια νοσοκόμος στα αναρρωτήρια του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη από το 1919 κι ως τον Αύγουστο του 1922.
Κατά την Μικρασιατική καταστροφή έχασε στην Σμύρνη πατέρα και αδελφό. Κατέφυγε πρόσφυγας στην Ελλάδα, με τη μητέρα της και δύο ακόμα αδέλφια.
Από το 1925 βρίσκεται παντρεμένη στο Ζωριάνο Δωρίδας και από από το 1930 υπηρετεί ως δασκάλα στο διτάξιο σχολείο του Κροκυλείου Δωρίδας, μέχρι το Σεπτέμβρη του 1947.
Στο Αλβανικό Έπος συμμετέχει ενεργά στη συμπαράσταση του λαού προς τους μαχόμενους, και στην περίοδο της Κατοχής παίρνει μέρος στην αντιστασιακή οργάνωση της ΕΚΚΑ. Ακολουθεί ο πρώτος γύρος του ΚΚΕ και προγράφεται.
Κατά τον τρίτο γύρο του 1946-1949 αντιδρά στο παιδομάζωμα. Συλλαμβάνεται από το Δημοκρατικό Στρατό, και συγκεκριμένα από τα τμήματα Γιώτη (Χαρίλαου Φλωράκη) και Διαμαντή (Γιάννη Αλεξάνδρου) και μεταφέρεται δέσμια μαζί με τη δεκαεπτάχρονη κόρη της Όλγα στο ξωκλήσι της Θεοτόκου, όπου κατασφάζονται και οι δύο, ύστερα από ατιμωτικά μαρτύρια.

(Σελ. 203)
Τι είχε γράψει ο τύπος της εποχής
Εμβόλιμα, χρήσιμα είναι και τα εξής:
Η θεία Εριφύλη κρατούσε στο συρτάρι, καλά κρυμμένο ένα φύλλο της εφημερίδας «ΕΜΠΡΟΣ» των Αθηνών της 8ης Αυγούστου του 1949, όπου δημοσιευόταν η δολοφονία της αδελφής της, της δασκάλας Ουρανίας Ηλιοπούλου και της ανεψιάς της Όλγας, από τους καπεταναίους του Δημοκρατικού Στρατού Γιώτη και Διαμαντή, σε μια σειρά δημοσιευμάτων του Τάκη Παπαγιαννόπουλου με τους τίτλους:
«Μια τραγική αφήγηση του δράματος της ελληνικής υπαίθρου, στηριζόμενη εις τα πραγματικά γεγονότα».
Μου το έδωσε και το διάβασα όταν τελείωνα το Γυμνάσιο της Καλλιθέας, λίγα χρόνια αργότερα. Έτσι είχα γνωρίσει τότε την έκταση που είχαν πάρει τα δραματικά γεγονότα της Θεοτόκου, που δεν παρέμεναν καθόλου κρυφά.
Κατά τον Ιούνιο του 1991 βρέθηκα στην Αθήνα και πήγα για σχετική έρυνα στην Εθνική Βιβλιοθήκη, όπου βρήκα τα παλιά φύλλα του «Εμπρός» και πήρα φωτοαντίγραφα της σειράς των αφηγημάτων που με αφορούσαν, από το 25ο μέχρι το 30ο. Εκεί διάβασα τα περιγραφόμενα γεγονότα του Σεμτεμβρίου του 1947, τα μαρτύρια και τους τρόπους δολοφονίας τόσο των δικών μου ανθρώπων, όσο και όλων των Κροκυλιωτών. Διασταύρωσα τις μέχρι τότε γνωστές πληροφορίες, αλλά βρήκα και νέα στοιχεία, κυρίως για τους Κατσίμπα, Αυγερόπουλο, Παπαζαχαρίου και για την άτυχη Βασιλική Καρφίτσα. Μακάριες ας είναι οι ψυχές τους αιώνια η σεπτή τους μνήμη
(Από σελ. 115-129)
……………………………………………………………………………….
«Αρματώθηκαν λοιπόν οι γενναίοι του Δ.Σ. Πήραν τουφέκια, πήραν πιστόλια, πήραν χειροβομβίδες. Δεν ξέχασαν να πάρουν μαχαίρια, βούρδουλες, τη μαύρη ψυχή τους και ό, τι το ανθρώπινο κτήνος μπορεί να φανταστεί σε σύνεργα θανάτου.»
……………………………………………………………………………..
«Εχθροί ήταν αυτή τη φορά η δασκάλα του Κροκυλείου Ουρανία, η θυγατέρα της Όλγα και η Βασιλική Καφρίτσα, ένα από τα τέσσερα κορίτσια ενός μετανάστη στην Αμερική. Αυτή είχε την ατυχία λίγες μέρες νωρίτερα να περάσει από το σπίτι τους ο Κουπακιώτης Παναγιώτης Τσατούχας, πρώτος τους ξάδελφος, πηγαίνοντας στο στράτευμα και μάλιστα στο στρατόπεδο της Τρίπολης, όπου κατατάχτηκε στη Χωροφυλακή. Από εκεί έστειλε στη Βασιλική ένα γράμμα ότι έφτασε καλά και χαιρετίσματα. Το γράμμα αυτό ο πρώην Επονίτης ταχυδρόμος-κατάσκοπος των συμμοριτών, το άνοιξε και ισχυρίστηκε ότι τάχα στο δρόμο του πήραν το ταχυδρομείο οι αντάρτες, άνοιξαν και εκείνο που ο νεαρός ξάδελφος έστειλε στη Βασιλική λίγες μέρες αφότου έφθασε στην Τρίπολη, περιείχε, όπως διέδωσε, στρατιωτικά μυστικά και πληροφορίες που έβλαπταν το Δημοκρατικό Στρατό. [Μία ανάλογη σκευωρία χαλκεύτηκε και για τη δασκάλα. Ότι δηλαδή παρείχε πληροφορίες προς τις αρχές με γράμματα, που τυχαία ο Δ.Σ. πήρε από τον ταχυδρόμο και διαπίστωσε το ..κατασκοπευτικό δίκτυο..] Πήγε λοιπόν, το γράμμα στο αρχηγείο του βουνού και διατάχτηκε η σύλληψη και η ανάκριση, για να γίνουν γνωστές οι πληροφορίες που δόθηκαν και το δίκτυο των κατασκόπων! Στην πραγματικότητα όμως το έκανε για τα λύτρα που θα αποκομίζονταν από τον πατέρα της, που βρισκόταν από την προπολεμική περίοδο στην Αμερική.
          Το κατατοπινό μαρτύριο του κοριτσιού, ανομολόγητο: Μετά από ομαδικό βιασμό, βασανιστήρια και κατακρεούργηση, συνελήφθησαν ως ένοχες και ιμπεριαλίστριες αμερικάνες Αθανασία Σαϊτη, Μαρία Γιαννοπούλου και η Νένω Σταυροπούλου, πλούσιες πηγές λύτρων. Οι σύζυγοί τους ήταν μετανάστες στην Αμερική από χρόνια. Και ύστερα σου λένε ότι δεν ήταν κατσιαπλιάδες και συμμορίτες, αλλά δημοκράτες.
Από όπου και να το πιάσεις το πράγμα ,βρομάει……….....................Αυτές αφού βιάστηκαν ομαδικά στα πεζούλια της εκκλησίας, μεταφέρθηκαν στο βουνό με τη συνοδεία συγγενών- διαπραγματευτών και γνωστών κομμουνιστών του χωριού. Εκεί τους ζητήθηκαν λύτρα και με την εγγύηση των κομματικά προσκείμενων ντόπιων ύστερα από λίγες μέρες ελευθερώθηκαν, αφού βέβαια κατέβαλαν δολάρια και λίρες Αγγλίας!
          Όπως μαθεύτηκε αργότερα , τα «Πρώτα λύτρα» όπως ήταν ο τίτλος ρεπορτάζ στην εφημερίδα Ακρόπολη του Οκτωβρίου του 1947, τα πήρε η συμμορία του Γιώτηαπό την οικογένεια Αλεξοπούλου(Χαντζάρα) στο Παλαιοξάρι Δωρίδας για την απελευθέρωση της μικρής τους θυγατέρας Ελένης, που παιδομαζεύτηκε στις 17 Σεπτεμβρίου του 1947 μαζί με άλλα παιδιά αντιφρονούντων. Όπως μας βεβαίωσε ο Γιώργος Αλεξόπουλος, αδελφός της Ελένης, έδωσαν στον αρχισυμμορίτη Γιώτη πεντακόσιες (500) λίρες Αγγλίας. Για το γεγονός αυτό υπάρχουν κι άλλες έντυπες πληροφορίες πέρα απ΄ τις μαρτυρίες των Παλαιοξαριτών……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Σελ 119. Άκουσα τη μάνα μας να ρωτάει μέσα από την πόρτα την ώρα που τα χτυπήματα πολλαπλασιάζονταν και οι φωνές δυνάμωναν:
          -Ποιοι είστε;.. Τι θέλετε;….
          Απάντησαν φωνές σκληρές, απότομες, προστακτικές τριών τεσσάρων ατόμων.
          -Ανοίξτε την πόρτα! Δημοκρατικός Στρατός!
…………………………………………………………………………….
…………………………………………………………………………….
Ανοίγοντας διάπλατα η πόρτα, η δασκάλα αντίκρισε γενειοφόρους να εισορμάνε βίαια και να την παραμερίζουν, αποσταλμένοι έλεγαν, τ΄αρχηγού.
          -Τι γυρεύτε; Τόλμησε η μάνα μας.
          -Τη συναγωνίστρια Όλγα ζητάει στην πλατεία ο αρχηγός. Να έρθει τώρα μαζί μας! Που είναι;
          Και παραμερίζοντας τη γυναίκα ανοιγόκλειναν τις πόρτες των διπλανών δωματίων, ερευνώντας με φακούς που κρατούσαν στα χέρια τους.
          -Τι το θέλετε τέτοια ώρα το κορίτσι! Να έρθω εγώ, αντιπρότεινε η μάνα μας……………………………………………………………………………
Στο διάδρομο είδα για τελευταία φορά μάνα κι αδελφή, ανάμεσα σε κουστωδία πέντε-έξι συμμοριτών.
………………………………………………………………………………………
Καημένη μάνα… Σε σένα αλήθευε εκείνη τη στιγμή η λαϊκή παροιμία «Από σένα, Χάρε, ξεφεύγω, σε σένα και χειρότερα καταντάω»………………………………………..Ίσως η μάνα μας να πίστευε πως η προσωπική της συνομιλία με τον αρχηγό θα έφερνε καλό αποτέλεσμα. Όποιος καπετάνιος και να ήταν. Όλοι τους της ήταν γνωστοί. ………………………………………………………………Κι εξάλου ο καπετάνιος ζητούσε ένα αθώο παιδί. Θα το υπερασπιζόταν. Θα το έσωζε, αν κινδύνευε. Δεν ξέραμε τότε για το παιδομάζωμα, που από καιρό είχε αρχίσει το κόμμα του λαού! Και ούτε ότι η όλη ιστορία ήταν ένα πρόσχημα, για να τραβήξουν τις γυναίκες παραέξω, στον τόπο του κρανίου, και να τις εκτελέσουν(σφάξουν-κατακρεουργίσουν) εφαρμόζοντας τις αποφάσεις που το στρατηγείο τους είχε πάρει πριν από μέρες. Αυτό θα το μάθαινα κι εγώ αργότερα…………………………η Όλγα μας παντρευόταν με το Χάροντα!
          ………………………………………………………………………………..
          Δεν με χωρούσε το σπίτι……………………………Αργότερα έμαθα πως εκείνες τις ώρες η μάνα μας και η Όλγα σφαγμένες κείτονταν στης εκκλησιάς το δρόμο. Στο μεταξύ η γιαγιά πλησίαζε στο Κροκύλειο………………………………………………………………………..
-Γύρισε πίσω, της είπε η Αθηνά. Τις σκότωσαν. Το χωριό φεύγει, ετοιμάζομαι και εγώ να φύγω.…………………………………………………
          Στο μεταξύ τα τραγικά συμβάντα πέρασαν σαν αστραπή στα γύρο χωριά κι ο κόσμος άρχισε να τα εγκαταλείπει ομαδικά Έφευγαν όλοι για τις πολιτείες, για να σωθούν……………………………………….. ………………………………………………………………………………………»
(Από σελ. 153-155)
Πρίν μερικά χρόνια γνωρίστηκα με τον Παναγιώτη Μπάστα από το Κλήμα Ευπαλίου ύστερα από δική του πρωτοβουλία.
Ο Μπάστας ήταν φύλακας φυλακών το 1949 στις φυλακές της Κέρκυρας.Εκεί γνώρισε πολλούς υπόδικους και θανατοποινίτες του Δημοκρατικού Στρατού, δηλαδή συμμορίτες, κι ανάμεσα τους έναν θηριώδη, όπως μου το περιέγραψε, συμμορίτη, με τα΄ όνομα Παπαϊωάνου Ηλίας. Είχε τραυματιστεί στο Γράμμο, αιχμαλωτίστηκε απ΄ τον Ελληνικό Στρατό κι  οδηγήθηκε στις φυλακές της Κέρκυρας.
Αυτός , λοιπόν, καυχιόταν για τα κατορθώματά του κι ανάμεσα σ΄αυτά ισχυριζ’όταν ότι ήταν ένας από τους μαχαιροβγάλτες που έσφαξαν τη δασκάλα στο Κροκύλειο.  …………………………………..
Τυχαία και γύρω στα 1985 ο ίδιος συμμορίτης, που λευτερώθηκε με τα μέτρα ειρήνης του Πλαστήρα, συναντήθηκε σε νοσοκομείο της Αθήνας με το συγγενή μας Νίκο Ράπτη από το Κροκύλειο.
Ήταν στο ίδιο δωμάτιο με εγχείρηση κοίλης. Όταν έμαθε ότι ο Νίκος ήταν από το Κροκύλειο, του διηγήθηκε τη δράση του στην περιοχή, κάτω, λέει, απ΄ τις διαταγές του Γιώτη το 1947.
-Εγώ και δύο- τρείς άλλοι σκοτώσαμε τη δασκάλα στη Θεοτόκο, είπε.
-Τι σας έφταιξε; ρώτησε ο Ράπτης.
-Τίποτα! Δεν φταίγαμε εμείς. Άλλοι μας έβαζαν και κάναμε τους φόνους.
Ποιοι άλλοι, εκτός από τους αρχηγούς τους και τους πολιτικούς υπευθύνους των τμημάτων του Δημοκρατικού Στρατού και τους συμπαθούντες αυτούς και τα έργα τους.
……………………………………………………………………………….
Ένας παιδικός μου φίλος από το Κροκύλειο, ο Παρασκευάς Σερέλης, πριν τέσσερα ακριβώς χρόνια μου διηγήθηκε τα εξής, όταν η κουβέντα ήρθε στα γεγονότα του 1947: «……………………………… Ήταν ο συμμορίτης Σπύρος Καλλιαντέρης απ΄ την Αγλαβίστα και καταζητούσε τον αδελφό μου. Μη βρίσκοντας τίποτε έφυγε βλαστημώντας. Αυτός και ο Αλεξόπουλος Ηλίας απ΄ το ίδιο χωριό έσφαξαν τη δασκάλα στη Θεοτόκο. Το ξέρουμε αυτό όλοι στο χωριό»
Αργότερα έμαθα στο Ευπάλιο απ΄το Νίκο Καλαντζή ότι ο Γιώργος Νικολέτσος από το χωριό του ήταν εκείνος που κατέβασε το θανατηφόρο μαχαίρι στο λαιμό της δασκάλας. Έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης και κανένας στη Φιλοθέη, το χωριό του, δεν τον ξαναείδε. Ένας ακόμα της ομάδος των δολοφόνων ήταν απ΄ τον Άβορο κι ακόμα ένας απ΄ τη Στρούζα»
(Από σελ.168-172)
«Εκείνο τον καιρό είχαμε τα μαντριά κοντά στη Θεοτόκο» μου είπε ο φίλος μου Κώστας Δάφνης, «και κοντά στα πράματα τη βραδιά των γεγονότων ήταν ο αδελφός μου Νίκος. Κοιμόταν στην ανθρωποταράτσα, όταν κοντά τη χαραυγή άκουσε τα σκυλιά να χλίβονται!
Πετάκτηκε έξω. Από πέρα στο λόγγο, στο δεντριά, άκουσε οχλοβοή απ΄ ανθρώπους και ζώα. Περνούσαν στο δρόμο που πάει στον Κόκκινο. Νύχτα και ακούγονταν σκουσμοί, φωνές γυναικείες και αντρικές ανάκατες. Αυτή η φασαρία κράτησε ως μισή ώρα. Ύστερα κι ο τελευταίος θόρυβος έσβησε πίσω απ΄ τη ράχη.
Σαν έφεξε καλά και πρίν βαρέσει ακόμα ο ήλιος, έβγαλε τα πράματα πέρα στη Ρουπακιά μαζί με  τον Πολυζώη, που είχε το δικό του μαντρί λίγο πάρα κάτω.
Έβγαλαν πέρα τα πράματα, πήγαν κι  αυτοί από κοντά.
Καθώς ανέβαιναν στο λόγγο, από κάτι τρόμαξαν τα πράματα και γύρισαν, προγκώντας προς τα πίσω. Πήγε ο Νίκος να δει τι ήταν.
Και είδε θέαμα φρικτό: Η Όλγα ξαίματη, μαυρισμένη στο ξύλο, τρυπημένη κοντά-κοντά με το μαχαίρι, μαζεμένη σ΄ ένα ματωμένο κουβάρι.
Σχισμένα , ματωμένα ρούχα εδώ κι  εκεί. Χαμόκλαδα, πέτρες, χορτάρια, χώματα ματωμένα, παραμερισμένα, έδειχναν πάλη και όργιο αίματος.
Λίγα μέτρα πιο κει, τεντωμένη ανάσκελα στη γης, η δασκάλα! Φόραγε μόνο ένα ρούχο, μουσκεμένο σε φρέσκο αίμα από μια βαθιά πληγή που έκανε μαχαίρι χωμένο στο λαιμό με κατεύθυνση την καρδιά. Ο κότσος είχε λυθεί κι άλλα μαλλιά τη σκέπαζαν κι  άλλα είχαν μπλεχτεί στα χορτάρια.
Μ΄ ανοιχτά τα μάτια και το στόμα κοίταζε τον ουρανό. Το ένα χέρι κρατιόταν ακόμα από τα χορτάρια και το δεξί είχε κοκαλιάσει πάνω στο στήθος, σχηματίζοντας το σημάδι του σταυρού. Είχε τα δυο μικρά δάκτυλα μαζεμένα και τα΄ άλλα τρία δεμένα, όπως κάνουμε το σταυρό μας. Ήρθε κι ο Πολυζώης. Είδε κι αυτός τη σφαγή και φύγαμε τρέχοντας»………………………………………………………………..
«Συλλογιέσαι», διέκοψε τις σκέψεις μου Κώστας « Το ίδιο παθαίνω κι εγώ κάθε φορά που θυμάμαι τα γεγονότα εκείνα. Μα όποια κι αν ήταν τα αίτια, κατηγορώ τους θεωρητικούς του κόμματος και τους αρχηγούς των τμημάτων για τα μαρτύρια που εν γνώσει τους γίνονταν στους ομήρους, που γίνονταν θύματά τους. Τους κατηγορώ για τη χρήση του μαχαιριού. Τους κατηγορώ για τις ατιμώσεις που έκαναν σε γυναίκες και γέροντες. Τους κατηγορώ, γιατί βασάνιζαν κι εξευτέλιζαν ένα παιδί μπροστά στη μάνα του, γιατί να της σπάσουν το ηθικό. Και ακόμα κατηγορώ, τους αρχηγούς, που συσκέφτηκαν, αποφάσισαν, διέταξαν και ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑΝ τη σφαγή της δασκάλας! Κι ακόμα τους κατηγορώ, γιατί κατά την ίδια μέρα υπερηφανεύτηκαν στη Πενταγιού, όταν ο σύνδεσμος Α. Καρράς, που τον έστειλαν από το χωριό επίτηδες στον τόπο του μαρτυρίου, δήθεν για να διαπιστώσει μήπως καταφθάνουν αποσπάσματα στρατού και χωροφυλακής, ερωτήθηκε «τι είδες στο δρόμο;»κι εκείνος απάντησε «είδα φοβερά κατασφαγμένες δυο γυναίκες» τότε εκείνοι απάντησαν μεγαλόφωνα , για να ακουστούν από πολίτες και να περάσει η τρομοκρατία τους: «Έτσι σκοτώνουμε εμείς!» Κι αυτός ο αρχηγός λεγόταν καπετάν-Γιώτης.
Μα πιο πολύ κατηγορώ τους άνδρες του Δημοκρατικού Στρατού, γιατί τά δέχτηκαν κι εκτέλεσαν αισχρές διαταγές ατιμάζοντας και θανατώνοντας ανθρώπους αθώους, συνανθρώπους τους. Κι ακόμα κατηγορώ τους αρχηγούς για την προσβολή των νεκρών, που άταφους διέταξαν ν΄ αφήσουνε για μέρες. Τους κατηγορώ για έλλειψη ανθρωπισμού, αξιοπρέπειας, μεγαλοψυχίας, ανεκτικότητας, μακροθυμίας, γενναιοψυχίας. Τους κατηγορώ ακόμα για το μίσος που έσπειραν ανάμεσα στον κόσμο, στους ανθρώπους, στο λαό και για τους τάφους που άνοιξαν για θέρο»
Σωστά θα ήταν τα κατηγορώ του φίλου μου του Κώστα, αν αφορούσαν ανθρώπινες προσωπικότητες..
 (Από σελ. 197-198)
Γνωρίζεις το Σπύρο τον Μπρούμα; Ρώτησα το Κώστα. Μου έλεγε την άλλη φορά ότι τότε, το 1947,δεκαεξάχρονος όντας, κρατούσε το σχοινί, το καπίστρι του μουλαριού που πάνω του είχαν φορτώσει τη δασκάλα, και το οδήγησε μέχρι το εκκλησάκι της Θεοτόκου. Έτσι ήταν μάρτυρας των όσων συνέβησαν στην ανάκριση της πλατείας από τον καπετάν Γιώτη. Είδε πως με τη βία ανέβασαν πάνω στο μουλάρι τη δασκάλα και την έδεσαν εκεί με το σχοινί, πως φώναζε στους δρόμους και ζητούσε βοήθεια καθώς η κουστωδία περνούσε έξω από τα σπίτια σχεδόν στο ιερό της εκκλησίας, πως τη χαράκωνα με τα μαχαίρια και πάνω στις  πληγές της έριχναν αλάτι για να υποφέρει περισσότερο και να το διασκεδάζουν, πως μπροστά στα μάτια της βίασαν τη θυγατέρα της και άλλα ακόμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου